-
1 εσταότως
-
2 ἑσταότως
-
3 ἑσταότως
ἑστᾰότως, Adv.A standing still, quietly, v.l. for ἑσταότος, Il.19.79. [full] ἕστᾰσαν, [ per.] 3pl. [tense] plpf. of ἵστημι, they stood, Hom.: but [full] ἔστᾰσαν, for ἔστησαν, [ per.] 3pl. [tense] aor. 1, they set or placed, Il.12.56 (Aristarch., codd. aliq.), 2.525, Od.3.182, al. (but the v.l. ἵστασαν is to be preferred). [full] ἑστᾶσι, [full] ἕστᾰτε, [full] ἕστᾰτον, v. ἵστημι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑσταότως
См. также в других словарях:
εσταότως — ἑσταότως (Α) επίρρ. επί ποδός, στο πόδι, ορθίως («ἑσταότως μὲν καλῶς ἀκουέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εσταώς, ότος τού ρ. ίστημι] … Dictionary of Greek
ἑσταότως — standing still indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)