-
1 ίστασαν
ἵ̱στασαν, ἵστημιmake to stand: imperf ind act 3rd plἵστημιmake to stand: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) -
2 ἵστασαν
ἵ̱στασαν, ἵστημιmake to stand: imperf ind act 3rd plἵστημιmake to stand: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) -
3 φαείνω
φᾰείνω, poet. form of φαίνω,A shine, give light, freq. of the sun,ἠέλιος δ' ἀνόρουσε.., ἵν' ἀθανάτοισι φαείνοι Od.3.2
, cf. Hes.Op. 528, Call. in PSI11.1218a7; [ἠὼς] ἐπιχθονίοισι φ. Hes. Th. 372
; alsoἐν νεκύεσσι, μετ' ἀθανάτοισι φ. Od.12.383
, 385;λαμπτῆρας τρεῖς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν, ὄφρα φαείνοιεν 18.308
; λαμπτῆρσι φαείνων giving light by.., ib. 343:—[voice] Pass. in same sense, A.R.2.42; appear, ib.4.1362, Call.Ap.9.2 metaph.,λόγος περὶ τοῦδε φαείνει Orph.Fr. 247.9
.II trans., bring to light,ὁπόσ' ἑρπετὰ γαῖα φαείνει Nic. Th. 390
. -
4 χορός
χορός, ὁ,A dance, ;μετὰ μελπομένῃσιν ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος Il.16.183
;τοὶ δ' ἄνδρες ἐν ἀγλαΐῃς τε χοροῖς τε τέρψιν ἔχον Hes.Sc. 272
, cf. 277;εἰς χ. ἐλθέμεν Il.15.508
, cf. Od.18.194;οὐδέ κε φαίης ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ' ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορόνδε ἔρχεσθ' ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν Il.3.393
, 394;χορῷ καλὴ Πολυμήλη 16.180
: later of the dance as a public religious ceremony,Διόνυσον τιμώσας χοροῖς E.Ba. 220
;φυλῆς Ἀκαμαντίδος ἐν χοροῖσιν Simon.148
, cf. Hdt.2.48, Isoc.9.1; χοροὺς ἀνῆγον αἱ πόλεις (sc. εἰς τὴν Δῆλον) Th.3.104; [pref] πεν-ἀνδρῶν χ. Simon.147
, cf. Sch.Aeschin.1.10; κύκλιος χ. (v. κύκλιος) ; θυσίῃσί σφεα (sc. Δαμίην καὶ Αὐξησίην) ; ;παιδικὸς χ. Is.7.40
, etc.;χ. ἀνδρικός X.HG6.4.16
, cf. Pl.Lg. 665b; τραγικοὶ χοροί, at Sicyon, Hdt.5.67: hence of the chorus in the Attic drama,οἱ χ. τῶν τραγῳδῶν Ar.Av. 787
, cf. Pax 807 (lyr.); χ. τραγικός, κωμικός, Arist.Pol. 1276b4; also χ. τρυγικός, τρυγῳδικός, Ar.Ach. 628 (anap.), 886; arranged in six rows, Cratin. 173; ὃς οὐκ ἔδωκ' αἰτοῦντι Σοφοκλέει χορόν (of the archon to whom the poet applied) Id.15;χ. αἰτεῖν Ar.Eq. 513
(anap.); , etc.; χορὸν λαβεῖν, ἔχειν, Ar.Ra.94, Pax 803, 807 (lyr.); χ. συλλέξαι, χοροὺς ἀθροίζειν (i.e. from the tribe), Antipho 6.11, X.Hier.9.4; [χοροὺς] διδάσκειν ibid.;χορὸν εἰσάγειν Ar.Ach.11
: general phrases,χοροὺς ἱστάναι Hdt.3.48
(v. supr.), S.El. 280;ἔστασεν Pi.P.9.114
;ἱερὸν χ. ἵστατε Νύμφαις Ar.Nu. 271
(anap.), cf. Av. 220 (anap.); (anap.);χορῶν κατάστασις Id.Ag.23
, cf. Ar.Th. 958;τοῖς χ. νικᾶν X.Mem.3.4.3
; χοροῦ προεστάναι ibid.;χορῷ χορηγεῖν Pl.Grg. 482b
, etc.II choir, band of dancers and singers, h. Ven. 118, Pi.N.5.23, Fr. 199;συμφωνία καὶ χοροί Ev.Luc.15.25
.2 generally, choir, troop, ;μελιττῶν Ael.NA5.13
;χ. καλλίμορφος τέκνων E.HF 925
, cf. Pl.Prt. 315b, Tht. 173b, etc.; of things,ἄστρων αἰθέριοι χ. E.El. 467
(lyr.), cf. Mesom.Sol.17; χ. σκευῶν row of dishes, X.Oec.8.20; χ. δονάκων row of reeds, i. e. Pan's pipe, Coluth.124; χ. ὀδόντων a row of teeth, Gal.UP11.8 (hence οἱ πρόσθιοι χοροί, for the front teeth, Ar.Ra. 548); τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν; in what class shall we place it? Pl.Euthd. 279c, cf. Chor.12.28 p.160 F.-R.III place for dancing,ἐν δὲ χ. ποίκιλλε.. Ἀμφιγυήεις Il. 18.590
;λείηναν δὲ χ. Od.8.260
, cf. 264; ; Νυμφέων καλοὶ χ. ἠδὲ θόωκοι ib. 318; at Sparta the ἀγορά was called χορός, Paus.3.11.9; so perh. in Crete, Supp.Epigr.2.509.6 (Eltynia, prob. v B. C.): v. infr. (Acc. to Hsch. χορός = κύκλος, στέφανος, and therefore prop. denotes a ring-dance.) -
5 ἑσταότως
ἑστᾰότως, Adv.A standing still, quietly, v.l. for ἑσταότος, Il.19.79. [full] ἕστᾰσαν, [ per.] 3pl. [tense] plpf. of ἵστημι, they stood, Hom.: but [full] ἔστᾰσαν, for ἔστησαν, [ per.] 3pl. [tense] aor. 1, they set or placed, Il.12.56 (Aristarch., codd. aliq.), 2.525, Od.3.182, al. (but the v.l. ἵστασαν is to be preferred). [full] ἑστᾶσι, [full] ἕστᾰτε, [full] ἕστᾰτον, v. ἵστημι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑσταότως
-
6 ἵστημι
ἵστημι, ἱστᾶσι, imp. ἵστη, inf. ἱστάμεναι, ipf. iter. ἵστασκε, 3 pl. ἵστασαν, fut. inf. στήσειν, aor. 1 ἔστησα, στῆσα, aor. 2 ἔστην, στῆν, 3 pl. ἔστησαν, ἔσταν, στάν, iter. στάσκε, subj. στήῃς, στήῃ, 1 pl. στέωμεν, στείομεν, perf. ἕστηκα, du. ἕστατον, 2 pl. ἕστητε, 3 pl. ἑστᾶσι, subj. ἑστήκῃ, imp. ἕσταθι, ἕστατε, inf. ἑστάμεν(αι), part. ἑσταότος, etc., also ἑστεῶτα, etc., plup. 1 pl. ἕσταμεν.—Mid. (and pass.), ἵσταμαι, imp. ἵστασο, ipf. ἵστατο, fut. στήσομαι, aor. 1 στήσαντο, στήσασθαι, -σάμενος, aor. pass. ἐστάθη: I. trans. (pres., ipf., fut., and aor. 1 act.), set in place, set on foot, cause to stand, rise, or stop; of marshalling soldiers, στίχας, λᾶόν, Β , Il. 6.433; causing clouds, waves, to rise, Od. 12.405, Il. 21.313; bringing horses to a standstill, ships to anchor, Il. 5.368, Od. 3.182; metaph., ‘excite,’ ‘rouse,’ battle, strife, Od. 11.314, Od. 16.292; weigh, Il. 19.247, Il. 22.350, Il. 24.232.— Mid. aor. 1 is causative, set up or set on foot for oneself, or something of one's own, κρητῆρα, ἱστόν, met., μάχην, Ζ 528, Il. 1.480, Od. 9.54.—II. intrans. (pass., fut. mid., aor. 2 and perf. and plup. act.), place oneself, come to a stand, rise, perf. and plup., stand; κῦμα ἵσταται, Il. 21.240; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρᾶ ἕστασαν, ‘were fixed,’ Od. 19.211 ; στῆ δ' ὀρθός, ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν, Il. 24.359; met., νεῖκος ἵσταται, ἕβδομος ἑστήκει μείς, ‘had set in,’ Il. 19.117 ; μὴν ἱστάμενος, ‘beginning of the month,’ Od. 14.162, Od. 19.307; of spring, Od. 19.519; aor. pass., ὁ δ' ἐστάθη ἠύτε πέτρη, Od. 17.463.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἵστημι
См. также в других словарях:
ἵστασαν — ἵ̱στασαν , ἵστημι make to stand imperf ind act 3rd pl ἵστημι make to stand imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηίθεος — ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α) 1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.) 2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο 3.… … Dictionary of Greek
λαμπτήρας — ο (AM λαμπτήρ, ῆρος) [λάμπω] νεοελλ. κάθε φωτιστικό μέσο στο οποίο χρησιμοποιείται το ηλεκτρικό ρεύμα για την παραγωγή τού φωτός, λυχνία, λάμπα (μσν. αρχ.) 1. πυρσός που φωτίζει κατά τη νύχτα, δάδα αρχ. 1. σκεύος ή σχάρα μέσα ή πάνω στα οποία… … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek
φαείνω — Α (ποιητ. τ.) 1. φωτίζω, φέγγω («λαμπτῆρας τρεῑς ἵστασαν ἐν μεγάροισιν ὄφρα φαείνοιεν», Ομ. Οδ.) 2. (μτβ.) φέρνω στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαείνω (< *φαFεν yω) έχει σχηματιστεί από το ουσ. φάος (βλ. λ. φως) μέσω ενός αμάρτυρου τ. με θ. σε ν *φαF… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek