Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐσθλά

См. также в других словарях:

  • ἐσθλά — ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλᾷ — ἐσθλός good fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. — ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. См. Добрый добру научает, а злой на зло наставляет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἔσθλ' — ἐσθλά , ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐσθλέ , ἐσθλός good masc voc sg ἐσθλαί , ἐσθλός good fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλάν — ἐσθλά̱ν , ἐσθλός good fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσθλάς — ἐσθλά̱ς , ἐσθλός good fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εσθλός — ἐσθλός, ή, όν και δωρ. και αρκαδ. τ. ἐσλός, ά, όν και αιολ. ἔσλος (Α) 1. αγαθός, άξιος στο είδος του (στο επάγγελμα ή στην ιδιότητά του) 2. γενναίος, ανδρείος, ισχυρός 3. ευγενής, έξοχος («ἐσθλοῡ πατρὸς παῑς», Σοφ.) 4. (για άλογα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • добрый добру научает, а злой на зло наставляет — Ср. εσθλών μεν γαρ απ εσθλα, μαθήσεαι. От добрых научишься добру. Theogn. Gnom …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Добрый добру научает, а злой на зло наставляет — Добрый добру научаетъ, а злой на зло наставляетъ. Ср. ἐθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι. Пер. Отъ добрыхъ научишься добру. Theogn. Gnom …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εκπέμπω — (AM ἐκπέμπω) 1. αποστέλλω, εξαποστέλλω («εκπέμπω αποικία», «ἐκπέμπουσι συμπρεσβευτάς») 2. αναδίδω και διασκορπίζω στον χώρο («εκπέμπω λάμψη», «ἐκπέμπω σέλας, πνεῡμα ὑγρόν, δυσοσμίαν κ.λπ.») νεοελλ. 1. απελευθερώνω ηλεκτρόνια τα οποία κινούνται… …   Dictionary of Greek

  • χερείων — ον, και δωρ. τ. χερήων, ήον, Α χείρων, χειρότερος (α. «ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ», Ομ. Ιλ. «ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χείρων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»