-
1 εσθλ'
ἐσθλά, ἐσθλόςgood: neut nom /voc /acc plἐσθλά̱, ἐσθλόςgood: fem nom /voc /acc dualἐσθλά̱, ἐσθλόςgood: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐσθλέ, ἐσθλόςgood: masc voc sgἐσθλαί, ἐσθλόςgood: fem nom /voc pl -
2 ἔσθλ'
ἐσθλά, ἐσθλόςgood: neut nom /voc /acc plἐσθλά̱, ἐσθλόςgood: fem nom /voc /acc dualἐσθλά̱, ἐσθλόςgood: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐσθλέ, ἐσθλόςgood: masc voc sgἐσθλαί, ἐσθλόςgood: fem nom /voc pl -
3 βυσσο-δομεύω
βυσσο-δομεύω, in der Tiefe bauen; im tiefen Herzensgrund ersinnen, nur von bösen, feindseligen Dingen; Hom. siebenmal. stets Versende: ἀλλ' ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 17, 465. 491. 20, 184; αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 9, 316; βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων Odyss. 8, 273; μνηστῆρες ἠγερέϑοντο ἔσϑλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 17, 66; μύϑων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 4, 676; – δόλον Hes. Sc. 50; όργήν Luc. Calumn. 24; absolut, Opp. C. 1, 250; τὰ βυσσοδομευόμενα, heimliche Anschläge, Hel. 7, 11.
-
4 ἀγορεύω
ἀγορεύω ( ἀγορά), Apoll. Lex. Hom. 4, 12 ἀγορεύειν κυρίως μὲν ἐν ἐκκλησίᾳ λέγειν, καταχρηστικῶς δὲ ψιλῶς τὸ λεγόμενον, vgl. Hesych. Bei Iliad. 18, 368, wo es von einem Zwiegespräche heißt ἃς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον. Ariston. κυρίως τὸ ἐν πλήϑει λέγειν ἀγορεύειν, καὶ τὸ ἀλλήλους ἐπὶ πλήϑους· ἐνταῦϑα δὲ ἐπὶ δύο ἔταξε καταχρηστικῶς; – ἀγορὰς ἀγόρευον Iliad. 2, 788, Reden in einer Versammlung halten; τοῖσι δέ ἦρχ' ἀγορεύειν Qd. 2, 15; sehr oft ἃς οἱ μὲν τοιαῠτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, auch ἔπεα πτερόεντα Il. 3, 155 u. öfter; μῠϑον 8, 493; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε, rede nicht zur Flucht, Iliad. 5, 252; οὐκέτ' ἐμοὶ φίλα ταῠτ' ἀγορεύεις 7, 357; ἔσϑλ' ἀγ. Od. 17, 66, οὔτε τί σε ῥέζω κακὸν οὔτ' ἀγορεύω 18. 15, ϑεοπροπέων ἀγ. Il. 1, 109. 2, 322, κερτομέων 2, 256, παραβλήδην ἀγ. Iliad. 4, 6, ἐπιτροχάδην Od. 18, 26 Il. 3, 218, διηνεκέως Od. 12, 56, κρατερῶς Il. 8, 29. 9, 694. – Her. oft zu einer Versammlung reden, 3, 75. 8, 5. 9, 92; vom Herold, 1, 60. 6, 97; auch ὁ δέ σφιν ἠγόρευε, ὡς εἴη Ζώπυρος 3, 156; Xen. εἰς κοινὸν περί τινος ἀγ. An. 5, 6, 14; ῥήτωρ ὧδ' ἀγ. Hell. 6, 3, 5. Später noch in der Formel der Volksversammlungen: τίς ἀγορεύειν βούλεται Ar. Ach. 45; Eccl. 130; Aesch. 3, 4; Dem. 18, 170. Häufig im Att. für sprechen, sagen: Ar. Plut. 102; Soph. O. C. 842; ὑπέρ τινος Plat. Legg. VI, 776 e; οἱ νόμοι ἀγορεύουσι περὶ πάντων Arist. Eth. N. V, 1, 3, wie Lys. 13, 50 τὰ ψηφίσματα διαῤῥήδην ἀγορεύοντα, ausdrücklich bestimmende Beschlüsse; ὁ νόμος διαῤῥήδην ἀγορεύει 9, 9; Dem. 33, 28 ὡς ἐν τῷ ἄξονι ἀγορεύει, nämlich der Gesetzgeber; κακῶς ἀγορεύειν τινά neben λοιδορεῖσϑαι im Gesetz bei Aesch. 1, 35; auch Plut. Sol. 21; Luc. Pisc. 37 u. öfter; ἀγορεύω τινί, ἐμὲ μὴ βασανίζειν, ich verbiete, Ar. Ran. 628. – Auch von leblosen Dingen, Theocrit. 25, 175 δέρμα ἀγ., es spricht dafür; Opp. Cyn. 2, 495 φύσις κεράων ἀγ. – Nach B. A. 1095 brauchten es bes. die Böoter für sprechen ( λέγειν).
-
5 ἐσλός
1-οῖσιν, -ά. ε̆σλ- O. 2.19
, O. 13.100, P. 3.66, N. 4.95; codd. often offer a v. l. ἐσθλ-.)1 adj., good, noblea of people.ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ O. 13.100
ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι i. e. men like Hieron P. 3.66 ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα (sc. Ὅμηρος)τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
ἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς (Wil.: ἀδελφεούς τ' ἐσθλοὺς codd.) P. 10.69ἐσλοῦ Πέλοπος N. 2.21
ἐσλὸν Τήλεφον I. 5.41
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν (Calliergus: ἐς λόγον γε cod.) I. 8.60 πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2. 40.b of things, nobleἐσλῶν γὰρ ὑπὸ χαρμάτων πῆμα θνᾴσκει O. 2.19
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλει δόμεν O. 8.84
τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη P. 4.175
εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ I. 5.13
2 subs.,a the nobleἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.63
ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.97ξείνων δ' εὖ πρασσόντων ἔσαναν αὐτίκ ἀγγελίαν ποτὶ γλυκεῖαν ἐσλοί O. 4.5
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (Aristarchus: ἐσλός codd.) N. 1.24 ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν” (v. l. ἐσλὸς: ἀντὶ τοῦ ἐσλοὺς Σ.) N. 3.29μαλακὰ μὲν φρονέων ἐσλοῖς, τραχὺς δὲ παλιγκότοις ἔφεδρος N. 4.95
χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι (Sylburg: δὲ ὅλοισιν codd.) fr. 121, cf. N. 8.22b of things, blessing, successτὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.99
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.84
ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδάμειψαν χρόνῳ O. 12.12
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸνβαρύνει μάλιστ ἐσλοῖσιν ἐπ ἀλλοτρίοις P. 1.84
ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81
εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ P. 8.73
τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν P. 9.89
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.47
ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (? m. pl.) N. 8.22ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι N. 9.6
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἄργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.20
-
6 εἰσφλάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσφλάω
-
7 εἴσφλασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἴσφλασις
-
8 ἐσθλός
ἐσθλός, ή, όν, [dialect] Aeol. [full] ἔσλος Sapph.28, Alc.96: [dialect] Dor. [full] ἐσλός, ά, όν, Pi.P.8.73, etc. (never in B.); Arc. [full] ἑσλός Inscr.Olymp.266 (v B. C.): [comp] Comp. and [comp] Sup. -ότερος, -ότατος, AP9.156 (Antiphil.), 6.240 (Phil.): —poet. Adj.,I of persons, brave, stout,ἐσθλὸν ἐνὶ προμάχοισι Il.4.458
, etc. ; opp. δειλός, Hes.Op. 214 ; noble, opp.κακός, οὔ τινα γὰρ τίεσκον..οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐ. Od.22.415
; ;τόκηες Id.Supp.25.12
; ;ἐσθλοῦ πατρὸς παῖς Id.Ph.96
;ἀπ' ἐσθλῶν δωμάτων E.Andr. 772
(lyr.), etc. ; of horses, wellbred, Il.23.348.2 morally good, faithful, ;εἰς ἡμᾶς γεγώς Id.El.24
; τινι Naumach. ap. Stob.4.23.7 ;κύνα ἐσθλὴν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν A.Ag. 608
.II of things, good of their kind, φάρμακα, κτήματα, κειμήλια, Il.11.831, Od.2.312, Il.9.330, etc.2 of mind, qualities, etc.,νόος Od.7.73
;βουλή Il.9.76
;ἔπος 1.108
;κλέος 5.3
, Pi.P.4.175 : freq. in neut. pl.,μυρί'..ἐσθλὰ ἔοργε Il.2.272
;ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Od.17.66
;ἔσλων ἢ κάλων Sapph.28
, cf. Supp.2.4.3 fortunate, lucky,ὄρνιθες Od. 24.311
;ὕπαρ 19.547
;χάρματα Pi.O.2.19
; ; ;ἀράσαντο πάμπαν ἔσλα τῷ γάμβρῳ Sapph.51.4
; ἐσθλόν, τό, good luck, prosperity, opp. κακόν, Il.24.530 ;παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκεν Od.15.488
;ἐσλὸν βαθύ Pi.O.12.12
.4 Subst. ἐσθλά, τά, goods,πυρὴν ἐμπλησέμεν ἐσθλῶν Od.10.523
;εἴ τις ἐσλὰ πέπαται Pi. P.8.73
.5 ἐσθλόν [ἐστι] c. inf., it is good, expedient to.., Il.24.301 : also pl.,οὐ γὰρ ἐσθλὰ..κερτομέειν Archil.64
.—Poet. word, used by X.Cyr.1.5.9, Chrysipp.Stoic.3.60, Luc.Syr.D.19 ([dialect] Ion.), etc.
См. также в других словарях:
ἔσθλ' — ἐσθλά , ἐσθλός good neut nom/voc/acc pl ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc/acc dual ἐσθλά̱ , ἐσθλός good fem nom/voc sg (doric aeolic) ἐσθλέ , ἐσθλός good masc voc sg ἐσθλαί , ἐσθλός good fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)