-
1 Πέλοψ
Πέλοψ son of Tantalos, husband of Hippodameia; king of Pisa in Elis; buried at Olympia (O. 1.90ff.). ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ Olympia O. 1.24 ἐν δρόμοις Πέλοπος at Olympia O. 1.941ἐν βάσσαις Κρονίου Πέλοπος O. 3.23
, cf. ] Κρονίου Πέλοπος (v. Κρόνιος) Πα. 22b. 7.ἵκων δ' Οἰνομάου καὶ Πέλοπος παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9
Λυδὸς ἥρως Πέλοψ O. 9.9
ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος at Olympia O. 10.24 Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη at the Isthmian games in the Peloponnese N. 2.21 -
2 Πελοψ
- οπος ὅ Пелоп (родом из Лидии, сын Тантала, брат Ниобы, муж Гипподамии, отец Атрея, Тиеста и др., царь Элиды и Аргоса) Pind., Her., Soph. etc. -
3 Πέλοψ
Πέλοψmasc nom /voc sg -
4 Πέλοψ
-
5 Πέλοψ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πέλοψ
-
6 Πέλοπα
Πέλοψmasc acc sg -
7 Πέλοπες
Πέλοψmasc nom /voc pl -
8 Πέλοπι
Πέλοψmasc dat sg -
9 Πέλοπος
Πέλοψmasc gen sg -
10 Πέλοψι
Πέλοψmasc dat pl (epic) -
11 Πέλοψιν
Πέλοψmasc dat pl (epic) -
12 δια-διφρεύω
δια-διφρεύω, um die Wette fahren; Πέλοψ διεδίφρευσε πελάγεσι Μυρτίλου φόνον Eur. Or. 984, er wetteiferte mit dem Meere um Myrtilus' Tod, indem er ihn vom Wagen ins Wasser stürzte.
-
13 ἐσθλός
ἐσθλός, dor. ἐσλός, Pind., wie ἀγαϑός, gut, tüchtig in seiner Art, brav, edel, von Hom. an bes. bei Dichtern gebräuchlich. Gew. von Menschen, tapfer, Ggstz κακός, Il. oft, ἔν τινι, tüchtig in Etwas, 15, 283; von Heerführern u. Fürsten, auch von dem Sauhirten, Od. 16, 557; ϑηρητήρ, ἀγορητής, ἡγεμών, jeder tüchtig in seiner Art; Πέλοψ, Pind. N. 2, 21; κήρυξ, ἄγγελος, Ol. 13, 96 P. 4, 278; von Helden, Aesch. Pers. 31. 313; übertr., δωμάτων κύνα ἐσϑλήν, der treue Wächter des Hauses, Ag. 594; φίλον ἐσϑλόν Soph. O. R. 311; ἀνήρ Ai. 1324 u. öfter; bes. vom Edlen, Ggstz κακός, Phil. 96 Ant. 38; Eur. u. sp. D., auch c. inf., Ap. Rh. 1, 106. 3, 917 u. sonst; bei Plat. nur in Dichterstellen; sonst noch Xen. Cyr. 1, 5, 9; Luc. Dea Syr. 15 u. Plut. – Ueber die Abstufungen des Begriffs vgl. ἀγαϑός, mit dem es auch die Bdtg des Reichen gemein hat; Hes. O. 214. – Von edlen Rossen, Il. 23, 348. – Von Dingen u. Zuständen, νόος, νόημα, μένος, βουλή, φάτις u. ä., gut, was seinem Zweck entspricht; φάρμακα, wirksame Heilmittel; ὄρνιϑες, Glück bedeutende, Od. 24, 311; ὕπαρ 19, 547; κλέος Pind. P. 4, 175; χάρματα Ol. 2, 21; ἀλεὴς ὕπνος ἐσϑλός Soph. Phil. 847; τύχη O. C. 1502; γάμοι Eur. I. A. 609; φῆμαι Hel. 1298. Neutr. τὸ ἐσϑλόν, das Glück, Il. 24, 530; auch ἐσϑλόν mit dem inf., es hilft, nützt, 24, 301; τὰ ἐσϑλά, Güter, Od. 10, 523; so bei Folgdn oft, πολλῶν γὰρ ἐσϑλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην Aesch. Ag. 341; λόγῳ μὲν ἐσϑλά, τοῖσι δ' ἔργοισι κακά Soph. O. C. 768; Eur. u. sp. D. – Den compar. ἐσϑλότερος hat Antiphil. 10 (IX,156); den superl., βασιλῆος ἐσϑλοτάτου, Philp. 47 (VI, 240).
-
14 διαδιφρευω
состязаться на колесницахΠέλοψ πελάγεσι διεδίφρευσε Μυρτίλου φόνον Eur. — мчась на колеснице берегом моря, Пелоп утопил Миртила
-
15 Τανταλειος
-
16 αἱμακουρία
1 funeral sacrifice νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται, Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθεὶς τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. Βοιωτικὴ ἡ φωνή. Βοιωτοὶ γὰρ αἱμακουρίας τὰ τῶν νεκρῶν ἐναγίσματα λέγουσιν. Σ.) O. 1.90 -
17 Ἀλφεός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
18 Ἀλφειός
Ἀλφεός, -ειός a river flowing past the Olympic sanctuary ὅτε παρ' Ἀλφεῷ σύτο δέμας (sc. Φερενίκου, Hieron's horse) O. 1.20 Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς, τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ.) O. 1.92 ἕδος Ὀλύμπου νέμων ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ (sc. Ζεύς) O. 2.13 ( Ἡρακλέης)1πενταετηρίδ' ἁμᾶ θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ O. 3.22
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα O. 5.18
Εἰλατίδᾳ ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ, λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
Ἀλφεῷ μέσσῳ καταβαὶς ἐκάλεσσε Ποσειδᾶν (sc. Ἴαμος.) O. 6.58ἄνδρα παρ' Ἀλφειῷ στεφανωσάμενον O. 7.15
ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος O. 8.9
θάλλει δ ἀρεταῖσιν σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.18
( Ἡρακλέης) τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσε ὡς ἐντοπίῳ θεῷ. Σ.) O. 10.48πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.35
ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία (ἀπὸ γὰρ καταδυσέων ἀφανῶν εἰς τὴν Ἀρέθουσαν ἀναφαίνεται. Σ.) N. 1.1 κεῖνος γὰρ Ὀλυμπιόνικος ἐὼν Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ i. e. from Olympic games N. 6.18εἴη μιν ἔτι καὶ Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
-
19 βωμός
βωμός (-ός, -οῖο, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς)1 altar τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ (sc. Πέλοψ. i. e. the altar of Zeus at Olympia) O. 1.93 πατρὶ μὲν βωμῶν ἁγισθέντων (sc. Ζηνί. at Olympia) O. 3.19 βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν (sc. Ψαῦμις) ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθλων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις at Olympia O. 5.5 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ (the Iamidai were hereditary priests of the oracle of Olympian Zeus: δἰ ἐμπύρων ἐν Ἤλιδι Ἰαμίδαι ἐμαντεύοντο. Σ.) O. 6.5 cf. Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἴαμον Ἀπόλλων) O. 6.70 ὡς ἂν θεᾷ πρῶτοι κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα i. e. to Athene in Rhodes O. 7.42 Αἶαν, τεόν τἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν at Opous O. 9.112 Διός, ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῳἑξάριθμον ἐκτίσσατο (βωμῷ, -ῶν codd. contra metr.) O. 10.25τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βώμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101
ἀνὰ βωμῷ θεᾶς κοιμάξατο (of Athene at Korinth: a ref. to ἐγκοίμησις) O. 13.75 κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ at Korinth O. 13.82 μαρτυρήσει Λυκαίου βωμὸς ἄναξ the altar of Zeus on Mt. Lykaion O. 13.108 ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον λίθων βωμοῖο θέναρ an altar to Poseidon on the Black Sea P. 4.206 πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (sc. Αἰακίδαι at Aigina) N. 5.10 τῷ μὲν (sc. Ἡρακλεῖ) Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα πορσύνοντες ἀστοὶ καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυρα χαλκοαρᾶν ὀκτὼ θανόντων (the altar to the eight children of Herakles by Megara. v. νεόδματος) I. 4.62 ]καὶ θυοε[ντα ] βωμὸν[ Pae. 3.9
γέρονθ' ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα (= Διὸς ἑρκείου βωμόν) Πα.. 11. βω[μο (supp. Zuntz) Πα. 13. 1. θεῶν ἐπὶ βωμοῖς (haec verba praebet Plutarchi citatio, consol. ad Apoll. 35; desunt in Π.) Θρ.. 1. ζαθέας Πάρου ἐν γυάλοις ἕσσατο (sc. Ἡρακλέης) ἄνακτι βωμὸν πατρί τε Κρονίῳ fr. 140a. 64 (38). ] ωβωμ[ P. Oxy. 2442. fr. 104. -
20 Γαιάοχος
1 holding the earth, epith. of Poseidon. ( Πέλοψ)· τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος Ποσειδάν O. 1.25
ὅταν δ' εὐρυσθενεῖ καρταίποδ ἀναρύῃ Γαιαόχῳ ( Γαᾰα- required: v. West on Theog. 15) O. 13.81 “ Γαιαόχου παῖς ἀφθίτου Ἐννοσίδα” P. 4.33 ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος since as patron of the Isthmian games, he gave victory to Strepsiades I. 7.38
См. также в других словарях:
Πέλοψ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
Πέλοψ (-πας) — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, επώνυμος ήρωας της Πελοποννήσου. Γιος του Ταντάλου και της Κλυτίας ή Διώνης, υπήρξε ο γενάρχης των Πελοπιδών. Ενώ ήταν ακόμα παιδί, κατακρεουργήθηκε από τον πατέρα του, ο οποίος παράθεσε τα μέλη του σε συμπόσιο… … Dictionary of Greek
Пелопс — (Πέλοψ) сын Тантала, брат Ниобы, царь и национальный герой Фригии и затем Пелопоннеса. Будучи мальчиком, П. был предложен в пищу небожителям, собравшимся на пир у Тантала; но боги поняли обман и воскресили П., причем съеденная часть плеча была… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Πέλοπα — Πέλοψ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοπες — Πέλοψ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοπι — Πέλοψ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοπος — Πέλοψ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψι — Πέλοψ masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψιν — Πέλοψ masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pelops — In Greek mythology, Pelops (Greek Πέλοψ, from pelios : dark; and ops : face, eye), king of Pisa in the Peloponnesus, was venerated at Olympia, where his cult developed into the founding myth of the Olympic Games, the most important expression of… … Wikipedia