Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρῡσό-παστος

См. также в других словарях:

  • νεαρόπαστος — νεαρόπαστος, ον (Α) αυτός που έχει παστωθεί πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + παστός (< πάσσω «αλατίζω») πρβλ. αλί παστος, χρυσό παστος] …   Dictionary of Greek

  • πολύπαστος — ον, Α πολυκέντητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παστός (< πάσσω «διακοσμώ»), πρβλ. αργυρό παστος, χρυσό παστος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπαστος — ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρό παστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»