Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τόκῳ

См. также в других словарях:

  • τοκώ — (I) άω, Α [τόκος] είμαι ετοιμόγεννη. (II) όω, Α [τόκος] (κατά τον Φώτ.) «τοκούμενον γεννώμενον, τικτόμενον» …   Dictionary of Greek

  • τόκῳ — τόκος childbirth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόκωι — τόκῳ , τόκος childbirth masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημεροτοκώ — ἡμεροτοκῶ, έω (Α) παράγω ήμερους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + τοκώ (< τοκος < τίκτω), πρβλ. α τοκώ, ευ τοκώ] …   Dictionary of Greek

  • καινοτοκώ — καινοτοκῶ, έω (Α) γεννώ καινούργια πράγματα, δημιουργώ ή παράγω καινούργια πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. πρωτο τοκώ, τελειο τοκώ] …   Dictionary of Greek

  • νεκροτοκώ — (Α νεκροτοκῶ, έω) (για γυναίκα) γεννώ νεκρό βρέφος, αποβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τοκῶ (< τοκος < τόκος < τίκτω «γεννώ»), πρβλ. θηλυ τοκώ, μονο τοκώ] …   Dictionary of Greek

  • σπερμοτοκώ — έω, Α (για φυτό) παράγω σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. σκωληκο τοκῶ] …   Dictionary of Greek

  • τελειοτοκώ — έω, Α γεννώ τέλεια νεογνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. ὀλιγο τοκώ] …   Dictionary of Greek

  • υπερτοκώ — έω, Α (για ζώα) γεννώ πολλές φορές ή πολλούς απογόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + τοκῶ (< τοκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. δυσ τοκῶ] …   Dictionary of Greek

  • φιλοτοκώ — έω, ΜΑ γεννώ συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τοκῶ (< τόκος < τόκος < τίκτω), πρβλ. εὐ τοκῶ) …   Dictionary of Greek

  • Сретение Господне — Статья  о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Громницы «Сретение». Дуччо, «Маэста» …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»