-
1 κυνία
κυνίᾱ, κυνίαdog's skin: fem nom /voc /acc dualκυνίᾱ, κυνίαdog's skin: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 κυνία
κυνία, ἡ, = κυνοκράμβη.
-
3 κυνία
-
4 κυνίας
κυνίᾱς, κυνίαdog's skin: fem acc plκυνίᾱς, κυνίαdog's skin: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 κυνίαν
κυνίᾱν, κυνίαdog's skin: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 κυνίαισι
κυνίαdog's skin: fem dat pl (epic ionic aeolic) -
7 κυνέη
κῠνέη, [dialect] Aeol. [full] κυνία Alc.15.2, [dialect] Att. [var] contr. [full] κυνῆ IG12.279.62, etc.: ἡ:—prop. (sc. δορά)A dog's skin (so only Anaxandr.65), used for making soldiers' caps: hence in [dialect] Ep., generally, helmet, κ. ταυρείη, κτιδέη, Il.10.257, 335; κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, 3.316, 12.183;κ. χρυσείη 5.743
; once of a peasant's cap,αἰγείη κ. Od.24.231
; later περὶ τῇσι κεφαλῇσι [εἶχον] ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας leathern caps, Hdt.7.77, cf. Ar.Nu. 268, V. 445; of theπέτασος, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλίς S.OC 314
; Ἀρκὰς κ., = Ἀρκαδικὸς πῖλος, Id.Fr. 272, cf. Paus.Gr.Fr.72; but usu. helmet, λάμπραι κ. Alc.l.c.;κ. ἐπίχρυσος IG12
.l.c.;τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην Hdt.2.151
;κ. Κορινθίη Id.4.180
;Βοιωτία D.59.94
, Thphr.HP3.9.6. -
8 χρυσόπαστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόπαστος
См. также в других словарях:
κυνία — κυνίᾱ , κυνία dog s skin fem nom/voc/acc dual κυνίᾱ , κυνία dog s skin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνία — Η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου κατά την αρχαιότητα. Ο Στράβων υπολόγισε τις διαστάσεις της, που έφταναν τα 27.300 μ. σε μήκος και τα 1.480 μ. σε πλάτος. * * * κυνία, ἡ (Α) βλ. κυνέα … Dictionary of Greek
κυνίας — κυνίᾱς , κυνία dog s skin fem acc pl κυνίᾱς , κυνία dog s skin fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνίαν — κυνίᾱν , κυνία dog s skin fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνίαισι — κυνία dog s skin fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… … Dictionary of Greek
Μεσολογγίου, λιμνοθάλασσα — Αβαθής λιμνοθάλασσα (100.000 στρέμματα), η σημαντικότερη από αυτές που σχηματίζονται λόγω των προσχώσεων των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Η ονομασία της κατά την αρχαιότητα ήταν Κυνία. Παλαιότερα στην περιοχή της λιμνοθάλασσας βρίσκονταν οι… … Dictionary of Greek