Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπωνυμίας

См. также в других словарях:

  • ἐπωνυμίας — ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επωνυμία — η (AM ἐπωνυμία Α και ἐπωνυμίη) 1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία τού σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν… …   Dictionary of Greek

  • Rudolf Hercher — (* 11. Januar 1821 in Rudolstadt; † 26. März 1878 in Berlin) war ein deutscher klassischer Philologe, der als Gymnasiallehrer in Rudolstadt (1847–1859) und Berlin (1861–1878) wirkte. Er ist besonders als Konjekturalkritiker verschiedener… …   Deutsch Wikipedia

  • Georges Chrysococcès — est un médecin et astronome byzantin du XIVe siècle. Sommaire 1 Biographie 2 Homonymie 3 Notes et références 4 Bibliographie …   Wikipédia en Français

  • MARIA — I. MARIA Angliae Regina. Filia Henrici VIII. ex Catharina Arragonia, Eduardo VI. non sine veneni suspicione exstincto, successit A. C. 1553. Iohannâ Suffolciâ, quam Rex heredem scripserat, cum marito et socero Dudlaeo, aliisque, capite plexâ. Mox …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • λογότυπος — ο τυποποιημένη γραφιστική μορφή μιας εμπορικής επωνυμίας, τής ονομασίας ενός οργανισμού, τού τίτλου μιας εφημερίδας κ.λπ., που μπορεί να συνδυάζει γράμματα και σχέδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. logotype < αρχ. λόγο(ς) + τύπος] …   Dictionary of Greek

  • μεταθέτω — (ΑM μετατίθημι, Μ και μεταθέτω) μεταφέρω κάτι σε άλλο μέρος, αλλάζω θέση, μετατοπίζω νεοελλ. φρ. «μεταθέτω τις ευθύνες» επιρρίπτω τις ευθύνες μου σε άλλο πρόσωπο νεοελλ. μσν. μετακινώ κάποιον από μια υπηρεσιακή θέση σε άλλη («τόν μετέθεσαν στην… …   Dictionary of Greek

  • συναλλοτριώ — όω, ΜΑ [ἀλλοτριῶ] αλλοτριώνω, αποξενώνω κάτι από κάτι άλλο ταυτόχρονα («ὁ τῆς ἀγαθῆς οὐσίας ἀμέτοχος καὶ τῆς τοῡ ἀγαθοῡ ἐπωνυμίας συναλλοτριοῡται», Γρηγ. Νύσσ.) …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • αθέμιτος ανταγωνισμός ή συναγωνισμός — Στο καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας, ο οικονομικός ανταγωνισμός (ή συναγωνισμός) κατοχυρώνεται και προστατεύεται από τους νόμους και το σύνταγμα. Ο τρόπος άσκησής του όμως δεν πρέπει, σύμφωνα με τον νόμο, να υπερβαίνει ορισμένα όρια που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»