Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπερχομένη

См. также в других словарях:

  • ἐπερχομένη — ἐπέρχομαι come upon pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπερχομένῃ — ἐπέρχομαι come upon pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδηλος — ἐπίδηλος, ον (Α) [επιδηλώ] 1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.) 2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση 3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.) 4. αυτός που μοιάζει με κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • επιχείμασις — ἐπιχείμασις, ἡ (Α) [επιχειμάζω] επερχόμενη κακοκαιρία …   Dictionary of Greek

  • θεωρητός — θεωρητός, ή, όν (Α) [θεωρώ] 1. αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί, τον οποίο μπορεί να δει κανείς 2. (για νόσο) επίδηλος, αυτή που παρουσιάζει ενδείξεις για επερχόμενη κρίση 3. (για διάνοια) αυτός τον οποίο μπορεί να φθάσει κάποιος με τη θεωρία… …   Dictionary of Greek

  • θολούρα — η [θολός] 1. θολότητα 2. νεφελώδης καιρός, συννεφιά, σκοτεινιά, επερχόμενη κακοκαιρία …   Dictionary of Greek

  • μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… …   Dictionary of Greek

  • οικουμένη — η (ΑΜ οικουμένη, Α ιων. τ. οἰκεομένη, αιολ. τ. οἰκημένα) 1. όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί τής γης («ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ κύριος τοῡ Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. (κατ επέκτ.) όλη η έκταση τής γης, η υφήλιος, ο κόσμος, το σύμπαν («όλην την… …   Dictionary of Greek

  • πυροδότηση — η, Ν [πυροδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυροδοτώ, η μετάδοση φωτιάς στο έκκαυμα εκρηκτικού γεμίσματος 2. συνεκδ. η επερχόμενη ανάφλεξη από τη μετάδοση τής φωτιάς 3. αστροναυτ. η έναρξη τής χημικής αντίδρασης η οποία μέσα στον θάλαμο… …   Dictionary of Greek

  • συμψηφισμός — ο, ΝΜ [συμψηφίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμψηφίζω, συνυπολογισμός νεοελλ. 1. (οικον.) η με συνυπολογισμό επερχόμενη απόσβεση τών μεταξύ δύο προσώπων υφιστάμενων αμοιβαίων απαιτήσεων 2. (νομ.) α) το δικαίωμα που έχει ο οφειλέτης να… …   Dictionary of Greek

  • ταχυχάλυβας — ο, Ν (μεταλλ.) χάλυβας προοριζόμενος για κατασκευή εργαλείων κοπής που λειτουργούν με μεγάλη ταχύτητα, χωρίς η επερχόμενη θέρμανσή τους να ελαττώνει τη σκληρότητά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. acier rapide < acier …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»