Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ἅιδαο

См. также в других словарях:

  • Ἀίδαο — Ἀΐδᾱο , ᾍδης gen sg (epic doric) Ἀΐδᾱο , ᾍδης masc gen sg (epic doric) Ἀΐδᾱο , Αἵδης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἅιδαο — Ἅιδᾱο , ᾍδης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

  • εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • κρυερός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κρυερός, ά, όν) νεοελλ. μσν. λίγο ψυχρός, δροσερός, όχι πολύ θερμός (μσν αρχ.) (κυριολ. μτφ.) ψυχρός, παγερός (α. «κρυερὸς νέκυς», Σιμων. β. «δόμον κρυεροῡ Ἀΐδαο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. ερός (πρβλ. γλυκ… …   Dictionary of Greek

  • στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»