Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑόρυβος

См. также в других словарях:

  • θόρυβος — noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • θόρυβος — ο 1. ενοχλητικός ήχος, βοή: Πολύ θόρυβο κάνει το μηχανάκι. – Ακουγόταν από μακριά ο θόρυβος της μάχης. 2. απήχηση: Έκανε μεγάλο θόρυβο η νέα ταινία. 3. συζήτηση για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα: Οι τελευταίες δηλώσεις του πρωθυπουργού προκάλεσαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θορύβοις — θόρυβος noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβοισι — θόρυβος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβου — θόρυβος noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβους — θόρυβος noise masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβων — θόρυβος noise masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορύβῳ — θόρυβος noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβοι — θόρυβος noise masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θόρυβον — θόρυβος noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»