-
1 νέκυσσιν
νέκυςcorpse: masc dat pl (epic) -
2 νέκυς
νέκυς, υος, ὁ, = νεκρός (vgl. neco), der Leichnam; von Menschen, oft bei Hom., νέκυν ἐρύοντο, Il. 17, 277, ἐκ νέκυος δολιχόσκιον ἔγχος ἐσπάσατο, 13, 509, u. sonst; auch ἀμυνόμενοι νέκυος πέρι τεϑνηῶτος, 18, 173, wie ἀμφὶ νέκυι κατατεϑνηῶτι μάχεσϑαι, 16, 565. – Der Todtein der Unterwelt, νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα, Od. 11 oft, δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω, 12, 383, sagt Helios; auch πᾶσιν νεκύεσσι καταφϑιμένοισιν ἀνάσσειν, 11, 491; νέκυσσιν steht 11, 569. 22, 401. 23, 45, acc. plur. νέκυς 24, 417; Soph. Ai. 1356; Eur. u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 857; αἱ νέκυες, Nicarch. 36 (XI, 96). – Auch Her. 1, 140. 3, 16 u. in sp. Prosa, wie Hdn. 4, 8, 12. – [Υ ursprünglich im nom. u. acc. sing. lang, bei alexandrinischen Dichtern kurz.]
-
3 θεμιστευω
1) вершить суд, судить(Μίνως, θεμιστεύων νέκυσσιν Hom.)
2) управлять, повелевать(παίδων ἤδ΄ ἀλόχων Hom.)
3) ( о божестве) (воз)вещать4) давать оракул, прорицать(τινί Eur., Plut.)
-
4 θεμιστεύω
A declare law and right, c. dat.,Μίνωα ἴδον.. θεμιστεύοντα νέκυσσιν Od. 11.569
: c. gen., govern,θ. δὲ ἕκαστος παίδων ἠδ' ἀλόχων 9.114
.II give by way of answer or oracle, νημερτέα βουλὴν πᾶσι θ. h.Ap. 253, cf. Lys.Fr.23S.: abs., deliver oracles, E. Ion 371, D.S.5.67, Plu.Alex. 14; τινα Orac. ap. Ael.VH3.43; cf. θεμιτεύω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμιστεύω
См. также в других словарях:
νέκυσσιν — νέκυς corpse masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεμιστεύω — (Α) [θέμις (Ι)] 1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω, κρίνω («Μίνωα ϊδον... θεμιστεύοντα νέκυσσιν», Ομ. Οδ.) 2. διοικώ, εξουσιάζω, ασκώ δικαστική εξουσία 3. (για θεούς) συμβουλεύω, χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς … Dictionary of Greek
λύθρος — (I) λύθρος, ὁ, και λύθρον, τὸ (Α) 1. αίμα πηγμένο και αναμεμιγμένο με σκόνη και ιδρώτα, λάσπη αίματος («εὗρεν ἔπειτ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισιν νέκυσσιν αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥς τε λέοντα», Ομ. Οδ.) 2. κηλίδα από τέτοιο αίμα 3. το ακάθαρτο… … Dictionary of Greek