Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁλοῦσα

См. также в других словарях:

  • ἀλοῦσα — ἀλέω grind pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) ἀλόω pres part act fem nom/voc sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλοῦσα — ἁλίσκομαι to be taken aor part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλούσας — ἀλούσᾱς , ἀλέω grind pres part act fem acc pl (attic epic doric) ἀλούσᾱς , ἀλέω grind pres part act fem gen sg (doric) ἀλούσᾱς , ἀλόω pres part act fem acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλούσας — ἁλούσᾱς , ἁλίσκομαι to be taken aor part act fem acc pl ἁλούσᾱς , ἁλίσκομαι to be taken aor part act fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλοῦσ' — ἁλοῦσα , ἁλίσκομαι to be taken aor part act fem nom/voc sg ἁλοῦσι , ἁλίσκομαι to be taken aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἁλοῦσαι , ἁλίσκομαι to be taken aor part act fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλουσιά — (I) και αλουσά, η (AM ἀλουσία και Α ἀλουτία) το να μην λούζεται ή να μην πλένεται κανείς, η απλυσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. αλουσιά (από όπου το αλουσά) < αρχ. ἀλουσία < ἄλουτος (πρβλ. και ἀθανασία < ἀθάνατος, ἀπλυσία < ἄπλυτος κ.λπ.)].… …   Dictionary of Greek

  • CAENINA — Latii oppid. Steph. Καινίνη πάλις Σαβινων, ἡ ὑπὸ Π῾ωμύλου ἁλοῦσα, τὸ ἐθνικον Καινίται. Plutarcho in Marcello, sunt Καινινῆται, et in Romulo Κενινῆται, itemque Livio l. 1. c. 9. et 10. Ceninenses. Verum non ab oppidi vocabulo, sed ab auctoris sui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

  • αλουσία — αλουσία, η και αλουσιά, η και αλουσά, η το να μη λούζεται κανείς, απλυσιά: Βρομούσαμε από την αλουσιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»