Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγόμενος

См. также в других словарях:

  • .αγόμενος — ἀγόμενος , ἄγω lead pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγόμενος — ἄγω lead pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MUSCUS — apud Hieronym. ad Iovinian. l. 2. Odoris autem suavitas et diversa thymiamata et amomum et cyphi et oenanthe et Muscus et peregrini muris pellicula: est Graecorum μόσχος, Latine etiam hinc moschus, qui per se odoramentum facit idque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πολυήμερος — η, ο / πολυήμερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερος κόπος» β. «καὶ πολυήμερον ὁδὸν διὰ τῆς ἄνω χώρας ἀγόμενος», Πλούτ.) 2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερη νηστεία» β. «πολυήμερος δυσεντερίη», Ιπποκρ.).… …   Dictionary of Greek

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»