Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἕλμινθα

См. также в других словарях:

  • έλμινθα — η (ζωολ.), σκουλήκι που ζει παρασιτικά στα έντερα ανθρώπων και ζώων, λεβίδα, λέβιθος, όρμιγκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἕλμινθα — ἕλμινς worm fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελμινθοειδής — ές όμοιος με έλμινθα, με σκουλήκι …   Dictionary of Greek

  • ελμινθώδης — ες (Α ἑλμινθώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλμινθα 2. ο γεμάτος έλμίνθες …   Dictionary of Greek

  • κυστικέρκωση — Παρασιτική ασθένεια του ανθρώπου αλλά και διαφόρων ζώων της ομάδας των κεστωδών, που χαρακτηρίζεται από την παρουσία κυστικέρκων στους ιστούς και στα όργανα. Στον άνθρωπο προκαλείται από τις νύμφες της ταινίας των χοίρων, της έλμινθας. Η ημιώριμη …   Dictionary of Greek

  • λεβίθα — Νησίδα (υψόμ. 10 μ., 8 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Η νησίδα απέχει 19 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο, ενώ ο ομώνυμος οικισμός βρίσκεται στη νότια ακτή του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λέρου του νομού Δωδεκανήσου. * * * και λεβίθρα, η (Μ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»