Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λόχον

См. также в других словарях:

  • λοχόν — λοχός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχον — λόχος ambush masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… …   Dictionary of Greek

  • ένδοξος — η, ο (AM ἔνδοξος, ον) 1. αυτός που έχει αποκτήσει δόξα, φημισμένος («τὸν ἔνδοξον Λόχον μιμήσατε», «τῶν ἐνδοξοτάτων ποιητῶν») 2. εκείνος που περιβάλλεται από δόξα, λαμπρός, μεγαλοπρεπής («ἡ ἔνδοξος εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῡ Κυρίου», «ὁ Περικλής...… …   Dictionary of Greek

  • λόχονδε — (Α) επίρρ. για ενέδρα, για καρτέρι («οὔτε λόχονδ ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. δε] …   Dictionary of Greek

  • περιστείχω — Α 1. βαδίζω ολόγυρα, περιέρχομαι («τρὶς περίστειξας κοίλον λόχον», Ομ. Οδ.) 2. περιβάλλω, κυκλώνω από παντού, περικυκλώνω (α. «πάντῃ μέ περιστείχουσιν Ἔρωτες», Μελέαγρ. β. «οἷος τὴν σελήνην περιστείχει κύκλος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… …   Dictionary of Greek

  • προπομπός — ο / προπομπός, όν, ΝΑ νεοελλ. 1. συνοδός προσώπου που αποχωρεί, αυτός που ξεπροβοδίζει κάποιον 2. αυτός που έχει σταλεί πριν από άλλους ή άλλον ή από κάτι που ακολουθεί 3. στρ. το προπορευόμενο κλιμάκιο τής εμπροσθοφυλακής αρχ. 1. (ως επίθ) αυτός …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek

  • τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»