Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φλέγμα

См. также в других словарях:

  • φλέγμα — flame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγμα — το, ΝΜΑ, και φλέμα Ν νεοελλ. 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνουν οι ρινικές κοιλότητες ή οι βρόγχοι 2. μτφ. ψυχραιμία, απάθεια μσν. αρχ. ένας από τους τέσσερεις χυμούς τού σώματος, λευκή και βλεννώδης ύλη στην οποία απέδιδαν πολλές ασθένειες («φλέγμα… …   Dictionary of Greek

  • φλέγμα — το, ατος 1. βλεννώδης ύλη που εκκρίνεται από τις ρινικές κοιλότητες, η μύξα. 2. η βλέννα που προέρχεται από τους βρόγχους, το φλέμα, το ρόχαλο: Βήχει και βγάζει πολλά φλέγματα. 3. μτφ., ψυχραιμία, απάθεια, ασυγκινησία: Βρετανικό φλέγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεγμάναντα — φλεγμά̱ναντα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act neut nom/voc/acc pl (epic doric aeolic) φλεγμά̱ναντα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάνῃ — φλεγμά̱νῃ , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj mid 2nd sg (epic doric aeolic) φλεγμά̱νῃ , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγμ' — φλέγμα , φλέγμα flame neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάναντος — φλεγμά̱ναντος , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act masc/neut gen sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάνασα — φλεγμά̱νᾱσα , φλεγμαίνω causeto swell up aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάνῃς — φλεγμά̱νῃς , φλεγμαίνω causeto swell up aor subj act 2nd sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεγμάτων — φλέγμα flame neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλέγμασι — φλέγμα flame neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»