Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ϑάλαμον

См. также в других словарях:

  • θάλαμον — θάλαμος an inner room masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • THALAMEGOS — apud Sueton. Iulio, c. 52. cum qua (Cleopatra) et convivia in primam luccm saeve protraxit, et eâdem nave thalamego paene Aethiopiâ tenus Aegyptum penetravit: Graeca vox est, παρὰ τὸ ἄγειν τὸν θάλαμον, quod cubiculum serret dicta, Cubiculata hinc …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NUPTIAE — a nubendo, quod nova Nupta seu Sponsa flammeô obnupta seu obvelata ad Sponsum olim deducebatur, Alias Matrimonium, Coniugium etc. erat viri et mulieris coniunctio legitima, vitae societatem continens, Ioh. Rosin. Antiqq. Rom. l. 9. c. 3. Quod… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OECURIA Atheniensium memorabilis — Habebant uxores corum, praeter τὴν γυαικωνίτιδα, de qua supra aliquid voce Gynaconitis, etiam suum θάλαμον ἱςτῶν Polluci memoratum l. 1. c. 8. in quo labori telisque texendis vacabant. Loca vero, in quibus filiae degebant, παρθενῶνες dicebantur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμόνδε — (Α) επίρρ. στον θάλαμο, στο υπνοδωμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμον, αιτ. τού θάλαμος, + δε (< δεικτικό εγκλιτικό μόριο δε (Ι)*), πρβλ. οίκον δε, φόβον δε] …   Dictionary of Greek

  • κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… …   Dictionary of Greek

  • μυχόνδε — (Α) επίρρ. προς τον μυχό, προς τα ενδότατα, προς τα μέσα («μνηστῆρες δ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχόν + επιρρμ. κατάλ. δε, που δηλώνει την εις τόπον κίνηση (πρβλ. θαλαμόν δε, οικόν δε)] …   Dictionary of Greek

  • νοσφίζομαι — (Α νοσφίζομαι και σπάν. νοσφίζω) [νόσφι] ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι παράνομα, σφετερίζομαι αρχ. 1. κλέβω, αρπάζω («σφ ἀδελφὸς χρημάτων νοσφίζεται», Ευρ.) 2. αποστερώ 3. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ («παῑδά τ ἐμὴν νοσφισσαμένη, θάλαμόν τε πόσιν… …   Dictionary of Greek

  • προτύπτω — Α 1. ορμώ προς τα εμπρός, εξορμώ («Νεῑλος... προύτυψεν πόντῳ», Νίκ.) 2. προσορμίζομαι («ὕστατος ἐς θάλαμον προύτυψεν», Οππ.) 3. κρούω, χτυπώ πρωτύτερα 4. χτυπώ πριν από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τύπτω «πλήττω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • συφεόνδε — Α επίρρ. στο χοιροστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. συφεόν τού συφεός «χοιροστάσιο» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. θαλαμόν δε, οἶκόν δε)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»