Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τέλη

См. также в других словарях:

  • τέλη — τα, ΝΜΑ βλ. τέλος …   Dictionary of Greek

  • τελῇ — τέλλω accomplish fut ind mid 2nd sg τελέω fulfil fut ind mid 2nd sg τελέω fulfil pres subj mp 2nd sg τελέω fulfil pres ind mp 2nd sg τελέω fulfil pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τέλη — Τέλευς masc nom/voc/acc dual Τέλευς masc acc sg Τέλης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Τέλης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλη — τέλος coming to pass neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τέλος coming to pass neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τελέω fulfil pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τελέω fulfil imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δεῖ πρότερον τὰ τέλη τῶν πραγμάτων σκοπεῖν. — δεῖ πρότερον τὰ τέλη τῶν πραγμάτων σκοπεῖν. См. С самого начала гляди и думай о конце …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Имущественный ценз —    • Τέλη,          Τιμήματα, см. Φυλή, Фила, 6 …   Реальный словарь классических древностей

  • αίσιμος — (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος πολίτης, το όνομα του οποίου σημαίνει ότι προμαντεύει κάτι καλό. Για τον λόγο αυτό τον όρισαν αρχηγό της πομπής που προσέφερε θυσία στην Πολιούχο Αθηνά, όταν οι Αθηναίοι θέλησαν να καθιερώσουν εορταστικές τελετές… …   Dictionary of Greek

  • αγχίμολος — (τέλη 6ου αι. π.Χ).Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του Αστέρα. Στάλθηκε από τη Σπάρτη στην Αθήνα με στρατό για να διώξει τους Πεισιστρατίδες. Στη μάχη που επακολούθησε στο Φάληρο, οι Λακεδαιμόνιοι νικήθηκαν από τους συνασπισμένους με χίλιους Θεσσαλούς …   Dictionary of Greek

  • δημοκηδής — (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Κρότωνα. Επειδή ήρθε σε προστριβή με τον πατέρα του Καλλιφώνα, επίσης γιατρό, κατέφυγε στην Αίγινα όπου του δόθηκε το αξίωμα του δημόσιου γιατρού. Ύστερα από τρία χρόνια πήγε στην Αθήνα, αλλά μετά… …   Dictionary of Greek

  • επίνικος — (τέλη 3ου – αρχές 2ου αι. π.Χ.). Κωμικός ποιητής. Κέρδισε επανειλημμένα σε δραματικούς αγώνες. Έγραψε τα έργα Μνησιπόλεμος και Υποβαλλόμενα. * * * ἐπίνικος, ον (AM) [νίκη] το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπίνικος ύμνος για τη νίκη («οἱ ἐπίνικοι τοῡ Πινδάρου»)… …   Dictionary of Greek

  • ευπραξία — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μόνασε επί 45 χρόνια στο μοναστήρι Θηβαΐδας της Αιγύπτου. Ήταν συγγενής του Θεοδόσιου του Μεγάλου. Η μνήμη της τιμάται στις 25 Ιουλίου. Μονή της Αγίας Ευπραξίας ΔοκούΓυναικείο μοναστήρι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»