Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὑποσχέσεις

См. также в других словарях:

  • ὑποσχέσεις — ὑπόσχεσις undertaking fem nom/voc pl (attic epic) ὑπόσχεσις undertaking fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαυκαλίζω — (AM βαυκαλίζω) νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα νεοελλ. 1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις 2. ( ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ.… …   Dictionary of Greek

  • εξαπατώ — (AM ἐξαπατῶ, άω) (επιτ. τ. τού απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.) 1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ (α. «τόν εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ,… …   Dictionary of Greek

  • πετραχήλι — Το πετραχήλιον ή επιτραχήλιον, ένα δηλαδή από τα άμφια των κληρικών. Είναι κομμάτι από ύφασμα που το φορούν από τον τράχηλό τους ως άμφιο και ως διακριτικό τους αξιώματός τους οι πρεσβύτεροι. Ως σύμβολο της ιερατικής εξουσίας, πρέπει να το φορούν …   Dictionary of Greek

  • προκατεπαγγέλλομαι — Α δίνω μεγάλες υποσχέσεις εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατεπαγγέλλομαι «υπόσχομαι, δίνω μεγάλες υποσχέσεις»] …   Dictionary of Greek

  • προσνεανιεύομαι — Α (αποθ.) 1. καυχώμαι ακόμη μια φορά με νεανική κομπορρημοσύνη 2. δίνω για μια ακόμη φορά τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νεανιεύομαι «συμπεριφέρομαι με τρόπο αλαζονικό, δίνω τολμηρές υποσχέσεις»] …   Dictionary of Greek

  • υποσχετικός — ή, ό / ὑποσχετικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υπόσχεση («υποσχετικές συμβάσεις» συμβάσεις με τις οποίες ιδρύεται ενοχικό δικαίωμα, π.χ. πώληση) 2. το ουδ. ως ουσ. το υποσχετικό έγγραφο με το οποίο δίνει κάποιος… …   Dictionary of Greek

  • βαυκαλίζω — ισα 1. αποκοιμίζω μωρό. 2. καθησυχάζω κάποιον δίνοντάς του ψεύτικες υποσχέσεις: Μη με βαυκαλίζεις με υποσχέσεις που δεν κρατάς ποτέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημαγωγία — η η τέχνη του δημαγωγού, η πολιτική συμπεριφορά που αποσκοπεί στην κατάκτηση της εμπιστοσύνης του λαού με ψεύτικες υποσχέσεις και άλλα απατηλά μέσα: Όλες οι υποσχέσεις του προεκλογικού λόγου του ήταν καθαρή δημαγωγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Archbishop Christodoulos of Athens — Christodoulos redirects here. For the Sicilian admiral, see Christodulus. Christodoulos Archbishop of Athens Enthroned April 28, 1998 Reign ended …   Wikipedia

  • обѣщаниѥ — ОБѢЩАНИ|Ѥ1 (159), ˫А с. 1.Обещание: се нынѣ гл҃ю ти. потъщисѧ съвьрьшити ѡбѣщаниѥ свое. ЖФП XII, 48а; аще потреба бѹдеть ѥп(с)па поставити... въ трехъ лiцѣхъ избраниѥ... не даниѧ ради ни ѡбѣщаниѧ дара и ѧже по сихъ. но вѣдѧще ихъ правыѧ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»