Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σεμνῶς

См. также в других словарях:

  • σεμνῶς — σεμνός revered adverbial σεμνόω make solemn pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • CHOREA — nomen saltationem denotans, und eortum, docet Mercurialis: Loca, inquiens, ubi saltationes peragerentur, primo, cum nondum excultae essent, fuêre vici, et plateae publicae; deinde, cum maiorem dignitatem atque ornamentum recepissent, ad… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VERSICOLOR — Vestis, Meretricum apud Athenienses proptia, ex Lege memorata Suidae, τὰς ἑταίρας ἄνθινα φορεῖν, Meretrices floridas vestes indutae sunto. Artemidorus enim ποικίλαν et ἀνθηρὰν, versicolorem et floridam vocat, l. 2. c. 3. Γυναικὶ δὲ ποικίλη καὶ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …   Dictionary of Greek

  • σεμνηγορώ — έω, Α 1. αγορεύω επίσημα, με σοβαρότητα 2. μιλώ, αγορεύω για ένα σοβαρό θέμα («σεμνηγορεῑν περὶ τῆς χώρας», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνῶς + ηγορῶ (< ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ ηγορῶ] …   Dictionary of Greek

  • χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐԿԵՇՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0636 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c մ. σεμνῶς honeste եւն. Պարկեշտութեամբ. իբրեւ պարկեշտ. (ըստ ամենայն առման ʼի հյ. եւ յն). *Իմաստնաբար, եւ պարկեշտաբար, եւ արդարապէս, եւ արութեամբ. Փիլ. լին. ՟Բ. ՟Է: *Ուրախ լեր մարիամ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»