-
1 προστατικως
-
2 προστατικώς
-
3 προστατικῶς
-
4 προ-στατικός
προ-στατικός, ή, όν, zum Vorsteher gehörig, Plat. Rep. VIII, 565 d u. Folgde; ἐπισημασία εὐνοϊκὴ καὶ προστατική, des Wohlwollens und der Ehre, Pol. 6, 6, 8; τὸ τῆς τιμῆς σεμνὸν καὶ προστατικόν, 6, 33, 9; u. so auch σεμνῶς καὶ προστατικῶς, 5, 88, 4; Plut.
См. также в других словарях:
προστατικῶς — προστατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)