Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νέμεται

См. также в других словарях:

  • νέμεται — νέμω deal out pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PULVIS — oleum et sudor, Athletis derasa, simulque mixta, in usum Medicum olim adservabantur et ab Atticis κονίσαλος, ab aliis vero πάτος, pulvis is vocabatur. Illi enim, qui sese loturi vel exercitaturi in Gymnasium veniebant, maiori ex parte… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έννομος — η, ο (AM ἔννομος, ον) ο καθορισμένος από τον νόμο, αυτός που ακολουθεί τον νόμο, που είναι σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος (α. «έννομη τάξη» β. «ἔννομα γὰρ πείσονται» θα υποστούν τα νόμιμα, Θουκ.) αρχ. 1. αυτός που τηρεί τους νόμους, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αείνομος — ἀείνομος, ον (Μ) όποιος νέμεται, καρπούται κάτι συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + νόμος < νέμω] …   Dictionary of Greek

  • διακάτοχος — ο (AM διακάτοχος) [διακατέχω] αυτός που έχει υπό την προσωρινή κατοχή του κάτι, συνήθως οικία ή κτήμα και νέμεται τα έσοδα αρχ. μσν. ο κληρονόμος …   Dictionary of Greek

  • διεκδίκηση — η (Μ διεκδίκησις) [διεκδικώ] νεοελλ. 1. η απαίτηση από τον κύριο (ή ιδιοκτήτη) πράγματος το οποίο νέμεται άλλος 2. η επιδίωξη κάποιου να πετύχει κάτι το οποίο πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει («η διεκδίκηση αύξησης τών μισθών», «η διεκδίκηση τού… …   Dictionary of Greek

  • επικαρπία — Το εμπράγματο δικαίωμα ενός δικαιούχου (επικαρπωτή) να χρησιμοποιεί και να νέμεται ένα πράγμα ή ιδανικό μέρος πράγματος (καθώς και απαιτήσεις, ομολογίες κλπ.) που ανήκουν σε άλλο πρόσωπο και να απολαμβάνει τους καρπούς του, διατηρώντας όμως… …   Dictionary of Greek

  • κοσμομανής — κοσμομανής, ές (Α) αυτός που νέμεται τον κόσμο με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ανδρο μανής, μουσο μανής] …   Dictionary of Greek

  • μύτις — μύτις, ἡ (ΑΜ) μύτη, ρύγχος αρχ. 1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ 2. μυττίς * 3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτις ἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται καὶ ὁ ἐν[ν]εός καὶ ὁ μὴ λαλῶν καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».… …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • ομόνομος — (I) ὁμόνομος, ον (Α) αυτός που διέπεται από τους ίδιους νόμους ή αυτός που υπακούει στους ίδιους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νομος*]. (II) ὁμόνομος, ον (Α) αυτός που νέμεται, που βόσκει μαζί με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νομός /… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»