-
1 πλημμελως
-
2 πλημμελώς
-
3 πλημμελῶς
-
4 πλημ-μελής
πλημ-μελής, ές, eigtl. gegen die Tonweise, bes. beim Singen fehlend, falsch singend, im Ggstz von ἐμμελής. – Uebh. fehlend, sich vergehend; ἤν τι πλημμελές σε δρᾷ, Eur. Hel. 1085, vgl. Med. 306; χαλεπὸν καὶ πλημμελὲς ἐπιτιμᾷν, Plat. Soph. 243 a; καὶ κακόν, Legg. V, 731 e, u. öfter; κινούμενον πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως, Tim. 30 a, u. öfter; παρὰ τοὺς νόμους, Din. 1, 61; Dem. u. Folgde.
-
5 ἐμ-μελής
ἐμ-μελής, ές, im Klange übereinstimmend, wohlklingend; Tim. Locr. 101 b; παντοδαπῶν ὀργάνων ἐμμελεῖς φωναί Plut. Ant. 75; abgemessen, rhythmisch, κίνησις Luc. Häufig übertr., passend, schicklich, Ar. Eccl. 807; Plat. Soph. 259 d, wo οὐκ ἐμμελὲς καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου τινός (ἐστι) verbunden; tauglich, geschickt, ἐμμελεῖς – τῶν τοιούτων γίγνεσϑαι κριτάς Legg. IX, 876 d; κἀπιδέξιος Theocr. ep. 19, 5; πρός τι, Plut. Lucull. 1, 16 u. öfter; auch = sorgfältig, Pol. 9, 20, 9; ἐμμελεστάτη πολιτεία, wohlgeordnete Verfassung, Plut. Pelop. 19; – artig, sein, witzig, Θρᾷττά τις ἐμμελὴς καὶ χαρίεσσα ϑεραπαινίς Plat. Theaet. 174 a; vgl. Ath. XIII, 585 b; Plut. Sol. 20; – bescheiden, ἵνα γένοιντο ἐμμελέστεροι σωφρονισϑέντες Plat. Critia. 121 b; Ggstz πλημμελῶν 106 b; καὶ σωφρονικός Plut. Lyc. 11; von Sachen, οὐσία, bescheidenes, mäßiges Vermögen, Plat. Legg. VI, 776 b; überall an das rechte Maaß zu denken; vgl. ibd. 760 a, wo τὰ ἐμμελέστατα ἱερά sowohl τοῖς μεγίστοις als τοῖς σμικροτέροις entgegenstehen. – Adv. ἐμμελῶς ; Ggstz πλημμελῶς Plat. Legg. VII, 816 a; ὀρϑῶς εἴρηται καὶ ἐμμελῶς VI, 757 a.
-
6 εμμελως
ион. ἐμμελέως1) стройно, слаженно(ὅ μὲν ἐ., ὅ δὲ πλημμελῶς κινεῖται Plat.; ἐ. καὴ μουσικῶς Arst.)
2) надлежащим образом, как подобает, умеренно(δαπανῆσαι μεγάλα Arst.; χρῆσθαί τινι Plut.)
3) удачно, метко(λεγόμενα Plut.)
4) кстати(ποιεῖν τι Plut.)
5) сдержанно, скромно, благопристойно(παίζειν Arst.)
6) стойко, терпеливо(φέρειν τὰς τύχας Arst.)
-
7 σφαδᾴζω
A toss the body about, struggle, of unbroken horses, A. Pers. 194;εἰκὸς σφαδᾴζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον E.Fr.821.3
, cf. 1020;σὺ δὲ σ., πῶλος ὢς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848
; of a woman, to be restless, Hp.Mul.1.38, cf. Philostr.Jun.Im.16; ἐσφάδαζον· διηπόρουν, ἐφρόντιζον, Hsch.; of young children,κλαίει τε καὶ κινεῖται πλημμελῶς, ὥσπερ σφαδᾴζοντα Gal.6.43
; struggle in death, Plu.Ant.76; of wounded horses, X.Cyr.7.1.37; of a dying fish, Plb.34.3.5, Ath.7.283c.2 chafe, be strongly moved or excited, Plu.2.10c,550e;ἐπὶ τὴν μάχην Id.Caes.42
;πρὸς τὸν ἀγῶνα Id.Phil.6
;πρὸς δόξαν Id.2.1100a
;ὑπὲρ κτημάτων Id.Ages.35
;ὡς ἐπὶ.. συμφορᾷ Ph.2.37
, cf. 396, 451;ἀλόγως σφαδᾴζεις Id.1.145
, cf. 460 (dub. l.).--Hdn.Gr.2.929 prescribes the form σφαδάιζω ([etym.] σφαδᾴζω), cf. σφαδᾳσμός, and v. ματᾴζω, τερᾴζω; σφαδάιζω is written in POxy.1381.99.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφαδᾴζω
-
8 ἐμμελής
A in tune, harmonious, opp.πλημμελής, ἐ. φωνή Ti.Locr.101b
, Plu.2.1014c, etc.; (Delos, ii B.C.);ἁρμονιῶν -εστάτη κρᾶσις Plu.Phoc.2
; λέξις ἐ. D.H.Comp.25; also of a poet, tuneful, Theoc.Ep.21, cf.Philostr.Im.2.12.II metaph.,1 of persons, harmonious, orderly,τὸν πλημμελοῦντα ἐμμελῆ ποιεῖν Pl. Criti. 106b
; ἵνα γένοιντο -έστεροι ib. 121b; also- εστάτη καὶ κοσμιωτάτη πολιτεία Plu.Pel.19
.2 of things, in good taste, ἐμμελέστερόν [ἐστι], c. inf., Ar.Ec. 807;ἐ. ὁμιλία Arist.EN 1128a1
.3 well-proportioned, κτήματα.. ποῖα ἄν τις κεκτημένος ἐμμελεστάτην οὐσίαν κεκτῇτο; Pl.Lg. 776b; reasonable, οὐκ ἐ. Id.Sph. 259e: hence, modest, small, opp. μέγιστος, Id.Lg. 760a ([comp] Sup.);πόλις μεγέθει ἐμμελεστέρα Arist.Pol. 1327b15
.III Adv. - λῶς, [dialect] Aeol. and [dialect] Ion. - λέως, harmoniously, opp. πλημμελῶς, Pl. Lg. 816a; in time, πόδεσσιν ὠρχεῦντ' Sapph.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμμελής
См. также в других словарях:
πλημμελώς — ΝΜΑ επίρρ. βλ. πλημμελής … Dictionary of Greek
πλημμελῶς — πλημμελής out of tune adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… … Dictionary of Greek
αλλαντίαση — Τροφική δηλητηρίαση η οποία οφείλεται στην τοξίνη του αλλαντικού βακτηριδίου (κλωστρίδιον το βοτουλικόν) που βρίσκεται συχνά μέσα στις συντηρημένες τροφές. Το μικρόβιο αυτό είναι ευαίσθητο στη θερμότητα, αλλά για να καταστραφούν οι σπόροι του,… … Dictionary of Greek
ελαττωματικός — ή, ό 1. (για έμψυχα) αυτός που έχει σωματική ατέλεια («γεννήθηκε ελαττωματικός») 2. (για άψυχα) αυτός που λειτουργεί πλημμελώς («ελαττωματικός φωτισμός») … Dictionary of Greek
παράκρουση — η / παράκρουσις, ούσεως, ΝΑ [παρακρούω] 1. εσφαλμένη κρούση μουσικού οργάνου, λαθεμένος μουσικός τόνος, παραφωνία 2. παραλογισμός, πλάνη 3. παραφροσύνη, τρέλα νεοελλ. (ψυχιατρ.) ακουστική παραίσθηση που αποτελεί ψυχικό και συνήθως παθολογικό… … Dictionary of Greek
παρακούω — ΝΜΑ 1. ακούω άλλο αντί άλλου, ακούω κάτι διαφορετικά από ό,τι λέγεται, ακούω κάτι εσφαλμένα («παρορῶσί τε καὶ παρακούουσι καὶ παρανοοῡσι πλεῑστα», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι πλημμελώς, παρανοώ 3. επιδεικνύω απείθεια, ανυπακοή σχετικά με εντολή που… … Dictionary of Greek
υπολειτουργώ — Ν [λειτουργώ] λειτουργώ πλημμελώς («τα περισσότερα τμήματα τού εργοστασίου υπολειτουργούν λόγω κακής συντήρησης τών μηχανών»] … Dictionary of Greek
ՄԵՂԱՆՉԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0246 Chronological Sequence: Unknown date մ. πλημμελῶς vitiose. Մեղանչական եւ պարսաւելի օրինակաւ. ախտաւորաբար. *Մեղանչաբար յառաջ եկեալ: Մեղանչաբար շարժեալ. Մաքս. ի դիոն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)