-
1 πλαγα
-
2 πλαγά
-
3 πλαγᾷ
-
4 πλαγά
-
5 πλαγά
-
6 πλαγά
πλᾱγά̱, πληγήblow: fem nom /voc /acc dual (doric)πλᾱγά̱, πληγήblow: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 παρά-μουσος
παρά-μουσος, wider die Musen oder den Gesang, mißtönend; ἄτης πλαγά, Aesch. Ch. 460; Ἄρης, Βρομίου παράμουσος ἑορταῖς, im Mißklang dazu stehend, Eur. Phoen. 792, Schol. ἀσύμφωνος.
-
8 πληγή
πληγή, ἡ, Schlag, Hieb, Stoß, Wunde; πληγὴ ἐκ χειρός, Ggstz von ἀκόντισμα, Plut. Timol. 4; Hom. πληγῆς ἀΐοντες, von den Pferden, dem Peitschenschlage folgend, Il. 11, 532; ϑεοῠ πληγῇ δαμασϑείς 16, 816; καί σε πληγῇσιν ἱμάσσω, 15, 17; πληγέων ἀδαήμων οὐδὲ βολάων, Od. 17, 283; von den Schlägen des Blitzstrahls, Hes. Th. 857; πλαγαὶ σιδάρου, Pind. P. 4, 246, beim Zimmern des Schiffes, vgl. Ol. 11, 38; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος, N. 3, 17; διανταίαν λέγεις πλαγάν, Aesch. Spt. 876; στονόεσσα πλαγά, Pers. 1010, u. öfter von Schlägen des Unglücks, wie Soph. σὲ δ' ὅταν Διὸς πληγὴ ἐπιβῇ, Ai. 137, vgl. 272; Eur. oft; εἰ ἐτελεύτησεν ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος, Plat. Legg. IX, 877 b; οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν πληγὴν ὁμόσε ὠϑούμενοι, Euthyd. 294 d; πληγαῖς δοῦναι, Rep. IX, 574 c; πολλὰς πληγὰς μαστιγούσϑω, Legg. XI, 914 b; Folgende; περιπεσὼν βιαίοις, πληγαῖς, Pol. 3, 116, 9; auch = Niederlage, τηλικαύτῃ πληγῇ περιπεπτωκότες, 14, 9, 6, vgl. 1, 15, 2; Plut. u. Sp.
-
9 στονόεις
στονόεις, εσσα, εν, seufzerreich, viel Seufzen und Stöhnen verursachend; βέλεα, Il. 8, 159. 15, 590 u. öfter; ὀϊστοί, Od. 21, 60, wie σίδηρος Soph. Trach. 882; ἀϋτή, Od. 11, 383; auch εὐνή, 17, 102, welches viele Seufzer vernimmt, wo viel geseufzt wird; ἀοιδή, traurig, klagend, Il. 24, 721; ὅμαδος, Pind. l. 7, 25; κήδεα, Archil. 48, wie Od. 9, 12; πλαγά, Aesch. Pers. 1010, klagend; auch πρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα, Prom. 405; γῆρυς, Soph. O. R. 187; ὄρνις, El. 144; vom Meere, brausend, Ant. 1131.
-
10 κτυπεω
(aor. 1 ἐκτύπησα - Trag. κτύπησα, aor. 2 ἔκτῠπον - эп. κτύπον)1) трещать или грохотать2) греметь(Ζεὺς ἔκτυπε Hom.)
3) шуметь, гудеть(θάλαττα κτυποῦσα Plat.; ἀμφὴ δ΄ ἐκτύπουν πέτραι Soph.)
4) громко стучать(τοῖν ποδοῖν Arph.)
5) заставлять гудеть(χθόνα Her.)
6) шумом нагонять(φόβον Eur.)
7) громко ударять(κρᾶτα πλαγᾷ - v. l. πλαγάν Eur.)
8) pass. раздаваться(κτυπεῖται Κιθαιρώνιος ἠχώ Arph.)
-
11 ορμαω
(fut. ὁρμήσω - дор. ὁρμάσω с ᾱ, aor. ὥρμησα - дор. ὥρμᾱσα; pass.: aor. ὡρμήθην - дор. ὡρμάθην с ᾱ, pf. ὥρμημαι - ион. 3 л. pl. ὁρμέαται; эп. aor. med. ὡρμησάμην)1) приводить в движение или побуждать, вовлекать(τινα εἰς πόλεμον Hom., Thuc.; τινα ποτὴ κλέος Pind.)
τὸν στράτευμα ὁ. ἐπὴ τὰς Ἀθήνας Her. — повести войско на Афины;ἐπὴ πλεονεξίαν ὁ. τινα Plat. — увлечь кого-л. на путь корыстолюбия;ὁ. μέριμναν ἐπί τι Eur. — обратить свои помыслы на что-л.;ὁ. τινα ἐκ χερός (τινος) Eur. — вырвать кого-л. из чьих-л. рук;πρὸς θεῶν ὡρμημένος Soph. — по велению богов2) возбуждать, начинать, разжигать(πόλεμον Hom.)
ὅτε ὡρμάθη πλαγά Soph. — когда был нанесен удар;ὁ. διώκειν Hom. и εἰς τὸ διώκειν Xen. — начинать преследование, бросаться в погоню;(ἥ γῆ), τῆς πέρι ὅδε ὅ λόγος ὥρμηται λέγεσθαι Her. — страна, о которой начато это повествование3) пытаться, покушаться, порываться(πυλάων ἀντίον ἀΐξασθαι Hom.)
ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν Her. — попытаться начать сражение;νίκην ὁ. ἀλαλάξαι Soph. — готовиться провозгласить (свою) победу;ὁ. ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ λόγου Plat. — пытаться вмешаться в разговор;μέ φεύγειν ὁρμήσωνται Hom. — чтобы (ахейцы) не пытались бежать4) устремляться, бросаться, нападать(ὁ. τινος Hom., ἐπί τινα Her. и εἴς или κατά τινα Xen.)
5) бежать, спешить, устремляться, бросаться(πρὸς τὸν πόσιν, εἰς ἀγῶνα Eur.; ἐς μάχην Aesch.; κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τέν θάλασσαν NT.)
ὁ. ἐς φυγήν Her. — (поспешно) обратиться в бегство;ὁ. στρατείαν Xen. — отправиться в поход;ὁ. τέν ἄνω ὁδόν Xen. — двинуться в глубь страны;αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι νῆες Thuc. — дальше всех ушедшие корабли6) (преимущ. med.) стремиться, желать, хотеть(πρὸς τέν ἡδονήν, ἐπ΄ ἀλήθειαν Plat.)
ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Plat. — поступим, как мы хотели;οἱ ὡρμηκότες ἐπὴ τὸ σκοπεῖν τὰ τῶν ἄλλων πράγματα Xen. — любители подсматривать чужие дела -
12 παραμουσος
21) противный Музам, т.е. беззаконный, преступный(ἄτης πλαγά Aesch.)
2) чуждый, несогласный(Ἄρης, Βρομίου π. ἑορταῖς Eur.)
-
13 πληγη
дор. πλᾱγά (γᾱ) ἥ1) ударπληγὰς παίειν (ἐμβάλλειν, ἐντείνεν) Xen., δοῦναι Dem., πατάσσειν Plat., καταφέρειν Plut. — наносить удары;
πληγὰς τύπτεσθαι Arph. и λαβεῖν Thuc. — получать удары;πολλὰς πληγὰς μαστιγοῦσθαι Plat. — получать много ударов кнутом;πληγαὴ στέρνων Soph. — удары в грудь;πληγαὴ τῶν ὀδόντων Xen. — удары (кабаньих) клыков;οὐ γενομένου τραύματος, ἀλλὰ πληγῆς μόνον ἐξέθανε Plut. — он умер не от раны, а от одного лишь удара (ср. 5)2) перен. удар, бедствие, несчастье(πληγαὴ βιότου Aesch.)
3) поражение, разгром(λαβεῖν πολλὰς πληγάς Polyb.)
4) ушибленное место5) (= τραῦμα См. τραυμα, ср. 1) рана(π. τῆς μαχαίρας NT.)
τελευτῆσαι ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος Plat. — умереть от нанесенной раны6) укол, ужаление(τῆς μελίττης Plut.)
7) физиол. толчок, раздражениеἡ δι΄ ὤτων π. διαδιδομένη Plat. — переданное через уши, т.е. слуховое раздражение
-
14 στονοεις
-
15 κτυπέω
Aκτυπέεσκον Q.S.9.135
: [tense] aor. 1 , Arr.Tact.40.6; poet. , E.Or. 1467 (lyr.): [dialect] Ep. [tense] aor. 2ἔκτῠπον Il.8.75
, al., S.OC 1456 (lyr.),κτύπον Il.8.170
:— [voice] Pass., v. infr.: ([etym.] κτύπος):— crash, as trees falling,μεγάλα κτυπέουσαι πῖπτον Il.23.119
; freq. of thunder,Ζεὺς ἔκτυπε 8.75
, cf. 7.479, Od.21.413, etc.;ἔκτυπεν αἰθήρ S.OC 1456
(lyr.); of the sea, Pl.R. 396b.2 ring, resound, κτυπέει δέ θ' ὑπ' αὐτοῦ ὕλη (sc. χειμάρρου) Il.13.140; ἀμφὶ δ' ἐκτύπουν πέτραι rang with the cries of Heracles, S.Tr. 787;Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κ. E.Cyc. 328
;δρομήμασιν Id.Med. 1180
; τοῖν ποδοῖν κ. stamp loudly with.., Ar.Ec. 545, cf. Gal.7.60; εἰ.. ἐμπεσὸν [δόρυ] τῷ θυρεῷ κτυπήσειε Arr.l.c.;σιδηρῷ ὑποδήματι Luc.Salt.83
: c. acc. cogn., φόβον κτυπεῖν, like κλάζειν Ἄρη, E.Rh. 308.II causal, make to ring or resound,χθόνα Hes.Sc.61
;τύμπανα Opp.C.4.247
: c. dupl. acc., κτύπησε κρᾶτα.. πλαγάν (v.l. πλαγᾷ) made it ring with a blow, E.Or. l. c.: metaph.,κ. ἐν τοῖς συμβουλευτικοῖς τόποις τὰς ὀνομασίας Phld.Rh.1.208
S.:—[voice] Pass., resound, Ar.Pl. 758, Th. 995 (lyr.);κτυπηθῆναι τὰ ὦτα Philostr.VA6.26
. -
16 παράμουσος
A out of tune with, discordant with, c. dat.,Ἄρης Βρομίου π. ἑορταῖς E.Ph. 786
(lyr.); harsh, horrid,ἄτας πλαγά A. Ch. 467
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράμουσος
-
17 πληγή
A blow, stroke,πεπληγὼν πληγῇσιν Il.2.264
, etc.;πᾶν ἑρπετὸν πληγῇ νέμεται Heraclit.11
, cf. Pl.Criti. 109b, Erasistr. ap. Ps.-Dsc.Ther.18;ἡ π. τοῦ τραύματος Pl.Lg. 877b
: freq. joined with Verbs of cogn. signf.,πέπληγμαι καιρίαν πληγήν A.Ag. 1343
;τύπτει τὰς ἴσας πληγὰς ἐμοί Ar.Ra. 636
; τύπτεσθαι τῇ δημοσίᾳ μάστιγι ν πληγάς Lexap.Aeschin.1.139;πολλὰς πληγὰς μαστιγούσθω Pl.Lg. 914b
(but in such phrases πληγήν or πληγάς is freq. omitted,τρίτην ἐπενδίδωμι A.Ag. 1386
;τυπτόμενος πολλάς Ar. Nu. 972
, cf. D.19.197;ὀλίγας παῖσαι X.An.5.8.12
; , cf. 879e, 2 Ep.Cor.11.24): the person struck is said πληγὰς λαβεῖν, Ar.Ra. 673;ὑπὸ τῶν ῥαβδούχων Th.5.50
, etc.;πληγῶν δεῖσθαι Ar.Nu. 493
;πληγὴν ἔχω Anaxandr.72
;ὑπὸ τὴν π. τοῦ ἀκοντίου ὑπελθεῖν Antipho3.4.4
; καιρίῃ (sc. πληγῇ)τετύφθαι Hdt.3.64
; ;εἰληφέναι καὶ δεδωκέναι πληγάς D.54.14
; π. ἐμβαλεῖν, ἐντείνειν τινί, X.An.1.5.11, 2.4.11, etc.; ;ἐντρίβειν τινί Luc.Ind.25
, cf. Somn.14;προστρίβεσθαι Ar.Eq.5
;τὰς ἐξ ἀνθρώπων πληγὰς μαστιγοῦν τινα Aeschin.1.59
;πληγὴν ἐπὶ πληγῇ φέρειν Plb.2.33.6
;π. παρὰ πληγήν Ar.Ra. 643
; πληγαῖς ζημιοῦν, κολάζειν, Th.8.74, Pl.Lg. 762c, etc.;δίκη ὕβρεως ἢ πληγῶν PHal.1.115
(iii B.C.); πληγῆς ἄρχειν strike the first blow, Antipho 4.2.2; τὰς π. στέγειν, of the shell of a tortoise, Ar.V. 1295.2 stroke by lightning, Hes.Th. 857 (pl.); πλαγαὶ σιδάρου strokes of axe or sword, Pi.P.4.246, O.10(11).37;κλυδωνίου.. πληγαῖς A.Th. 796
; στέρνων πλαγαί beating of breasts, S.El. 90 (anap.); π. τῶν ὀδόντων strokes from boars' tusks, X.Cyn.10.5; spearing of fish, Pl.Lg. 824 (pl.); of pig-sticking,οἱ κάπροι οἱ πρὸς τὴν π... ὠθούμενοι Id.Euthd. 294d
: in sg., fight with clubs, Hdt.2.63.3 stroke or impression on the ears or eyes, Pl.Ti. 67b, Plu. 2.490c, etc.;αἱ νοήσεις τύποι ἔσονται· εἰ δὲ τοῦτο, καὶ ἐπακτοὶ καὶ πληγαί Plot.5.5.1
.5 beat of the pulse, Gal.9.464.6 metaph., blow, stroke of calamity, esp. in war,ἐν μιᾷ π. κατέφθαρται.. ὄλβος A.Pers. 251
, cf. Hell.Oxy.16.2; ἐν πληγαῖς ὄντες ibid.;πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ πόλις Arist.Pol. 1270a33
;πληγῇ περιπεπτωκέναι Plb.14.9.6
;πληγαὶ βιότου A.Eu. 933
(anap.); π. Διός α heaven-sent plague, Id.Ag. 367 (lyr.), S.Aj. 137 (anap.); μὴ 'κ θεοῦ π. τις ἥκει ib. 279;δμαθέντες πλαγαῖσι ποντίαισιν A.Pers. 908
(lyr.); of the ten plagues of Egypt, J.BJ5.9.4. -
18 στονόεις
A causing groans or sighs,βέλεα Il.8.159
; στονόεσσαν ἀϋτήν (war-cry) Od.11.383;στονόϝεσσαν ἀϝυτάν IG9(1).868
(Corc., vi B.C.);ὅμαδος Pi.I.8(7).25
;ὀϊστοί Od.21.60
;κήδεα 9.12
;εὐνή 17.102
; ; (lyr.); (lyr.); ;τύμβος IG3.1354
.2 full of moaning,ἀοιδή Il.24.721
; (lyr.); ἁ σ. ὄρνις, of the nightingale, Id.El. 147 (lyr.); στονόεντα πορθμόν the moaning sea, Id.Ant. 1145 (lyr.): neut. as Adv.,στονόεν λέλακε χώρα A.Pr. 407
(lyr.), cf. Opp.C.3.213.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στονόεις
-
19 ὁρμάω
A : [tense] aor.ὥρμησα Il.6.338
, Pl. Ion 534c; [dialect] Lacon. imper. ὅρμᾱον, i.e. ὅρμαὁν, = ὅρμησον, Ar.Lys. 1247: [tense] pf. :—[voice] Med. and [voice] Pass., Pi.N.1.5, A.Pr. 339, Hdt.1.17, etc.: [dialect] Ep. [tense] impf.ὡρμᾶτο Il.3.142
: [tense] fut.ὁρμήσομαι Hdt.5.34
, X.Cyr.7.1.9,ὁρμηθήσομαι Gal.5.85
: [tense] aor.ὡρμησάμην Il.21.595
, v.l. in Hes.Sc. 127 ([etym.] ἐφ-), never in Prose, exc.ἐξ- X.HG6.5.20
codd.: more freq. in pass. formὡρμήθην Il.5.12
, al., Th.3.98, etc.: [tense] pf.ὥρμημαι S.El.70
, E. El. 340, Th.6.33, etc.: [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf. and [tense] plpf. ὁρμέαται and - έατο (with vv. ll. ὡρμ-) Hdt.5.121, 8.35 ; in Hom. codd. usu. have the augm., but Aristarch. read ὁρμήθησαν in Il.10.359: ([etym.] ὁρμή):A [voice] Act.,I causal, set in motion, urge on, cheer on,τινὰ εἰς πόλεμον Il.6.338
, Th.1.127 ;τινὰ ποτὶ κλέος Pi.O.10(11).21
;τὸ στράτευμα ὁ. ἐπὶ τὰς Ἀθήνας Hdt.8.106
, cf. S.Aj. 174 (lyr.), E.Or. 352 (anap.); , cf. Ion 534c ;[τὰ] ὁρμῶντα [σώματα] Hp.Epid.6.8.7
; (lyr.); ὁ. τινὰ ἐκ χερός tear from one's arms, Id.Hec. 143 (anap.):—[voice] Pass., ὁρμηθεὶς θεοῦ ἄρχετο inspired by the god he began, Od.8.499 ;πρὸς θεῶν ὡρμημένος S.El.70
;ὑπὸ ἔρωτος Pl.Smp. 181d
; ἵπποι.. ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης urged on by.., Od.13.82.2 with a thing as the object, stir up,πόλεμον 18.376
: c. acc. et inf.,τὰς διόδους τῶν πτερῶν.. ὥρμησε πτεροφυεῖν Pl.Phdr. 255d
:—[voice] Pass., was sped,S.
El. 196 (lyr.).II more freq. intr., start,1 c. inf., ἴρηξ ὃς ὁρμήσῃ διώκειν ὄρνεον ἄλλο starts in chase of.., Il.13.64; ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε πυλάων.. ἀντίον ἀΐξασθαι whenever he started to rush for the gates, 22.194 ;ὁσσάκι δ' ὁρμήσειε.. στῆναι ἐναντίβιον 21.265
; ἐξελαύνειν ὁρμῆσαι τὸν στρατόν began to lead out.., Hdt.1.76, cf.7.150 ; eager to..,S.
Ant. 133 (lyr.); .2 c. gen., rush headlong at one,Τρώων Il.4.335
: more freq. with Preps.,ὁ. ἐπί τινα Hes.Sc. 403
, Hdt. 1.1, etc.;πύργωμα Καδμείων ἔπι E.Supp. 1220
;εἴς τινας X.Cyr.7.1.17
;καθ' αὑτούς Id.An.5.7.25
; also ὁ. ἐς μάχην hasten to battle, A.Pers. 394 ; (lyr.) ;εἰς τὸ διώκειν X.An.1.8.25
;ἐπὶ ἁρπαγάς Pl.R. 391d
;ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.7.34
; ὥρμασε ([dialect] Dor.) (Chersonesus, ii B. C.): without any sense of hostility, rush, (lyr.);ἐς πατρὸς δόμους Id.Med. 1178
; set out,ἀπὸ [τῆς Οἰνόης] Th.2.19
;ἐς φυγήν Hdt.7.179
, etc.;εἰς τὸ ἐπ' ἐκεῖνα τῆς γῆς Pl.Phd. 112b
;ἐπ' ἄλλον λόγον Antipho 3.4.5
;ἐπὶ τὸ σκοπεῖν X.Mem.3.7.9
; ἐπὶ τραγῳδίαν ὥρμηκε has turned to tragedy, Alex.135.14 ; δηλώσεις.. τὴν φύσιν ἐπὶ τί μάλισθ' ὥρμηκε, i. e. what your natural bent is, ib.8 ;φυσικῶς ἐπὶ τὴν ὀργὴν ὁρμᾶν Phld.Ir.93
W.;πρὸς τὰς πράξεις Id.Mus.p.71
K.;ἐπὶ φιλοσοφίαν Id.Acad.Ind.p.64
M. ;πρὸς τὰς ὀχείας Arist.HA 546a15
: c. acc. cogn.,ὁδόν X.An.3.1.8
;στρατείαν Id.Cyr.8.6.20
.3 abs., start, begin,ὥσπερ ὡρμήσαμεν, ἴωμεν Pl.Prt. 314b
, cf. R. 425c; αἱ μάλιστα ὁρμήσασαι [νῆες] the ships that were hottest in pursuit, Th.8.34.B [voice] Med. and [voice] Pass., like the intr. [voice] Act., A. II:1 c. inf., μὴ φεύγειν ὁρμήσωνται that they put not themselves in motion, set not themselves to flee, Il.8.511 ; soδιώκειν ὁρμήθησαν 10.359
, cf. Od.4.282 ; ὡρμήθη κόρυθα κρατὸς ἀφαρπάξαι he rushed to snatch.., Il.13.188, cf. 182 ; ἦτορ ὡρμᾶτο πτολεμίζειν ἠδὲ μάχεσθαι was eager to.., 21.572 ; μᾶλλον ὅρμητο στρατεύεσθαι was eager to march, Hdt.7.1, cf. 19, al., Th.3.45 ; ὅδε ὁ λόγος ὅρμηται λέγεσθαι this account has begun to be given, Hdt.4.16, cf. 6.86.δ' ( λέγεσθαι is restored for λέγεται in 3.56); but λόγον, τὸν ὅρμητο λέγειν which he purposed to make, Id.5.50.2 the object for or after which one goes is sts. in gen., Il.14.488, 21.595 : a case with a Prep.,ὡρμήθησαν ἐπ' ἀνδράσιν Od.10.214
;ἐπί τινα S.Aj.47
, etc.;εἴς τινα X.Cyr.7.1.9
; μετά τινα after one, Il.17.605 ; soὁ. ἐπὶ τὸ ἱρόν Hdt.8.35
;ἐς πύλας A.Th.31
;πρὸς δόμους E.Hipp. 1152
;ἐπ' ἀλήθειαν Pl.Sph. 228c
;ἐς φυγήν Th.4.14
;πρὸς τίσιν S.OC 1328
;πρὸς τὸ κρατεῖν Pl.R. 581a
;[ἡ ποίησις] πρὸς ἡδονὴν ὥρμηται Id.Grg. 502c
; οἱ περὶ λόγον ἢ παιδείαν ὁρμώμενοι persons keen about.., Vett.Val.199.5 : rarely c. acc. loci,νερτέρας πλάκας S.OC 1576
(lyr.).b the starting-point is expressed byἐκ, ὡρμᾶτ' ἐκ θαλάμοιο Il.3.142
, cf. 9.178, etc. ; or ἀπό, S.Tr. 156, Pl. Phd. 101d, etc.;ἀπὸ φιλοσοφίας Phld.Rh.1.357
S.; or by a form in-θεν, σέθεν.. ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον Pi.N.1.5
: in historical Prose, ὁρμᾶσθαι ἐκ.. start from, begin from, esp. of the place where one carries on any regular operations, ἐνθεῦτεν ὁρμώμενοι living there and going out from thence to do their daily work, Hdt.1.17 ; of fishers,ἐκ πλοίων ὁρμώμενοι Id.3.98
; of a general, making that place his head-quarters or base of operations, Id.8.133, cf. 5.125, al., Th.1.64, 2.69, al.; ἀπ' ἐλασσόνων ὁρμώμενος setting out, beginning with smaller means, ib.65, cf. 1.144 ; of rivers,ἐκ τῆς Ἴδης ὁ.
rising..,Pl.
Lg. 682b.3 abs., rush, dart, attack, Il.5.12, Od.12.126, al., S.OC 1068 (lyr.); also with ἔγχεϊ, ξιφέεσσι, etc., added, Il. 5.855, 17.530, 13.496, al.b generally, hasten, be eager, , cf. 395 ;ἀλλ' ἥδε.. ὁρμᾶται
comes forth,Id.
Pers. 151 (anap.);τὸ φέγγος ὁρμάσθω πυρός Id.Eu. 1029
; ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται insolence goes fearless forth, S.Aj. 197 (lyr.). -
20 ῥηξί[ζυγ]ος
ῥηξί-[ζῠγ]ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥηξί[ζυγ]ος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πλαγά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. πληγή … Dictionary of Greek
πλαγᾷ — πλᾱγᾷ , πληγή blow fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαγά — πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc/acc dual (doric) πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζερβόπλαγα — επίρρ. πλαγίως προς τα αριστερά («τούτη είναι η Μέγαιρα ζερβόπλαγα μας», Καζαντζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζερβά + πλαγα (< πλάγια)] … Dictionary of Greek
παράμουσος — ον, Α 1. παράφωνος 2. δριμύς, αυστηρός («παράμουσος ἄτας αἱματόεσσα πλαγά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μοῦσα] … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… … Dictionary of Greek