Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πλᾱγά

См. также в других словарях:

  • πλαγά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. πληγή …   Dictionary of Greek

  • πλαγᾷ — πλᾱγᾷ , πληγή blow fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλαγά — πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc/acc dual (doric) πλᾱγά̱ , πληγή blow fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζερβόπλαγα — επίρρ. πλαγίως προς τα αριστερά («τούτη είναι η Μέγαιρα ζερβόπλαγα μας», Καζαντζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζερβά + πλαγα (< πλάγια)] …   Dictionary of Greek

  • παράμουσος — ον, Α 1. παράφωνος 2. δριμύς, αυστηρός («παράμουσος ἄτας αἱματόεσσα πλαγά», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μοῦσα] …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»