-
1 έλκους
ἕλκοςwound: neut gen sg (attic epic doric)ἑλκόωwound: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 ἕλκους
ἕλκοςwound: neut gen sg (attic epic doric)ἑλκόωwound: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
3 στρέμμα
στρέμμα, τό, das Gedrehte, das vcrrenkte Glied, Dem. 2, 21; bei B. A. 302 ἡ στρογγύλου ἕλκους οὐλή erkl.
-
4 στόμα
τό1) рот; уста (поэт. уст.); 2) пасть; зев; 3) рот, едок;έχει να θρέψει δέκα στόματα — у него на иждивении десять ртов;
4) отверстие;вход, выход, устье (реки; тж. шахты и т. п.);στόμα πηγαδιού — отверстие колодца;
στόμα λιμένος — вход в порт;
στόμα πόταμου — устье реки;
στόμα έλκους (τραύματος) — края язвы (раны);
5) остриё (ножа);6) воен. дуло; жерло;στόμα πυροβόλου — жерло орудия;
7) бот. устьица;§ αισχρό ( — или απύλωτο, άσχημο) στόμα — сквернослов;
γλυκό στόμα — сладкоречивый человек;
του βουλώνω ( — или κλείνω) το στόμα прям., перен. — зажимать, затыкать кому-л. рот;
ανοίγω το στόμα — открывать рот;
решиться говорить;λέει ό, τι τοδρχεται στο στόμα — он говорит, что попало, что придёт ему в голову;
δεν βάζω στο στόμα μου — не брать в рот чего-л.;
από στόμα σε στόμα — из уст в уста;
τον εχουν στο στόμα — быть у всех на устах;
μένω μ' ανοιχτό το στόμα — остаться с открытым ртом (от удивления);
στέκομαι ( — или στέκω) μ' ανοιχτό το στόμα — стоять разинув рот;
δεν τολμώ ν' ανοίξω το στόμα μου — не сметь рта раскрыть;
έχω ένα στόμα — а) обладать даром речи; — б) быть сквернословом;
βάζω κάποιον στο στόμα μου — говорить о ком-л. с осуждением, зло;
злословить на чеи-л. счёт;βγάζω τινά από το στόμα μου — перестать злословить о ком-л.;
μπαίτω στο στόμα κάποιου попасть кому-л. на язычок, стать объектом чьего-л. злословия;βγαίνω από το στόμα τινός перестать быть объектом злословия;μ' ενα στόμα — единогласно;
απ' το στόμα μου το πήρες — предвосхитить чьй-л. слова;
από το στόμα σου και στού θεού τ' αυτί — твоими устами да мед пить;
τα λέμε στόμα με στόμα — говорить конфиденциально, доверительно (с кем-л.);
την έχω τη λέξη στο στόμα μου — это слово вертится у меня на языке;
από στόματος — наизусть;
εν ενί στόματι — единодушно, единогласно
-
5 προσαρκόω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαρκόω
-
6 στόμα
Aστομάτοιο Hymn.Mag.2(2).10
,28:— mouth, Il.14.467, etc.;σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι Od.11.426
; ἱμείρων γλυκεροῦ ς. Sol.25; of animals, Hes.Sc. 146, 389, S.Ph. 1156 (lyr.), etc.:—pl. is sts. used for sg., ἀμφιπίπτων στόμασιν, of kissing, Id.Tr. 938, cf. E.Alc. 403 (lyr.), and freq. in later Poets, A.R. 4.1607, Nic.Al. 210, 240, etc.: metaph., πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα, the very jaws of the battle, as of a devouring monster, Il.10.8, 20.359 (but cf. infr. 111.1).2 esp. the mouth as the organ of speech,δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ' 2.489
, cf. Thgn.18;βραχύ μοι σ. πάντ' ἀνᾱγήσασθαι Pi.N.10.19
; freq. in Trag., σ. τὸ Δῖον the mouth of Zeus, A.Pr. 1032; τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς ς. Id.Fr.350.5, cf. S.OC 603;τοῦ στόματος τὸ στρογγύλον Ar.Fr. 471
; Μοισᾶν καπυρὸν ς. their mouthpiece, organ, Theoc.7.37, cf. Mosch.3.72; Πιερίδων τὸ σοφὸν ς., of Homer, AP7.4 (Paul. Sil.), cf. 7.6 (Antip. Sid.), 7.75 (Antip.), 9.184;τὸ μισόχρηστον σ. τῆς κωμῳδίας Phld. Piet.p.93G.
; speech, utterance, S.OT 426, 706, OC 132 (lyr.), etc.; εἰς τόδ' ἐξελθόντος ἀνόσιον ς. ib. 981; κἂν καλὸν φορῇ ς. Id.Fr. 930;τὸ σὸν.. σ. ἐλεινόν Id.OT 671
;διδόναι σ. καὶ σοφίαν Ev.Luc.21.15
: in pl. of a single speaker, S.OT 1220 (lyr.):—special phrases: οἴγειν ς. A. Pr. 611; τοὐμὸν οὐ λύω ς. E.Hipp. 1060, cf. Isoc.12.96; διᾶραι τὸ ς. D. 19.112; κοίμησον ς. keep silence, A.Ag. 1247; δάκνειν ς., i.e. to keep a stern silence (cf. ὀδάξ), Id.Fr. 397;ἴσχε δακὼν σ. σόν S.Tr. 977
(anap.); ὀδόντι πρῖε τὸ ς. Id.Fr. 897; so κλῄσας ς. E.Ph. 865; οὐκ ἐφέξετε ς.; Id.Hec. 1283; σῖγ' ἕξομεν ς. Id.Hipp. 660; εὖ ἔχειν σ.,= εὐφημεῖν, Eup. 381; συγκλῄειν ς. Ar.Th.40(anap.):—of style, τὸ Λυσιακὸν ς. D.H.Lys. 12.3 with Preps.,a ἀνὰ στόμα ἔχειν have always in one's mouth, whether for good or ill, E.El.80;ἀνὰ σ. καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν Id.Andr.95
.b ἀπὸ στόματος εἰπεῖν speak from memory (cf. ἀπὸ γλώσσης), Pl.Tht. 142d, X.Mem.3.6.9, Philem.48, Plu.Sol.8, etc.cδιὰ στόμα λέγειν A.Th. 579
, cf. E.Or. 103 (soκατὰ τὸ σ. ᾄδειν Ar.Nu. 158
);διὰ στόμα ἔχειν Id.Lys. 855
;οἶκτος οὔτις ἦν διὰ στόμα A.Th.51
; πᾶσι διὰ στόματος 'tis the common talk, Theoc.12.21.dἐν στόμασι εἶχον Hdt.3.157
, 6.136;πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Thgn.240
;ἐν τῷ σ. λέγειν Ar.Ach. 198
.e ἐξ ἑνὸς σ. with one voice, Id.Eq. 670. Pl.R. 364a, PGiss.36.13 (ii B.C.), Gal.15.763; so ὡς ἀφ' ἑνὸς ς. AP11.159 (Lucill.).f ἐπὶ στόμα on one's face, face-foremost, ἐξεκυλίσθη πρηνὴς.. ἐπὶ ς. Il.6.43, cf. 16.410;ὡς κύων ἐπὶ σ. κείμενος Archil.Supp.2.9
; ὗς ἔκειτ' ἐπὶ ς. Men.21; ἐπὶ σ. κεῖται lies prone, of the right ventricle, Hp.Cord.4; ἐπὶ ς.,= pronus, Gloss.;ἐπὶ σ. πεσόντα Plu.Art.29
;ἐπὶ σ. φερόμενον ἐν πᾶσι Timae.
ap.Plb.12.8.4; also ὅ τι νῦν ἦλθ' ἐπὶ ς. whatever came uppermost, A.Fr. 351; ἐπὶ στόματος Φαραώ by the command of P., LXX 4 Ki.23.35.g κατὰ στόμα face to face, Hdt.8.11, E.Heracl. 801, Rh. 409, X.An.5.2.26; οἱ κατὰ σ. θεοί (cf. ἀντήλιοι) E.Fr.781.33; κατὰ σ. τινός confronted with him, Pl.Lg. 855d;στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ LXXNu.12.8
;στόμα πρὸς στόμα 2 Ep.Jo.12
, 3 Ep.Jo.14, PMag.Berol.1.39.II mouth of a river, Il.12.24, Od.5.441, A.Pr. 847, Hdt.2.17, etc.; so ἠϊόνος σ. μακρόν the wide mouth of the bay, Il.14.36, cf. Od.10.90;σ. τοῦ Πόντου Th.4.75
; κόλπου ib.49;τὸ σ. τῆς ἐσβολῆς Ar.Ec. 1107
; τὸ ἄνω σ. [τῆς διώρυχος] the width of the trench at top, Hdt.7.23 (but τὰ σ. τ. δ. mouths, ib.37).2 any outlet or entrance,ἀργαλέον σ. λαύρης Od.22.137
;σ. τῆς ἀγυιᾶς X.Cyr.2.4.4
;σ. φρέατος Id.An.4.5.25
; , cf. AP6.251 (Phil.); χθόνιον Ἄιδα ς. Pi.P.4.44; τὰ τῶν διεξόδων ς. Pl.Phdr. 251d; ἑπτάπυλον ς. the seven gates of Thebes, S.Ant. 119 (lyr.): Medic., τῶν μητρέων, τῶν ὑστερέων,= os uteri (not distinguished from the cervix), Hp.Mul.1.36, Aph.5.46;τῆς κοιλίας Arist.APo. 94b15
, Sor.1.50;γαστρός Nic.Al.20
, Gal.5.274; [ ἕλκους] Arist.Pr. 863a11.III foremost part, face, front:1 of weapons, point,κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ Il.15.389
; [ὁ κριὸς] ἔχει σ. σιδηροῦν Ath.
Mech.24.2;τὸ σ. τῆς αἰχμῆς Philostr.Her.19.4
; edge of a sword,μαχαίρας Ascl.Tact.3.5
, Ev.Luc.21.24, etc.: metaph., ἐθηλύνθην ς. S.Aj. 651.b the front ranks of the battle, the front, ἀπὸ στόματος (opp. ἀπὸ τῆς οὐρᾶς) X.An.3.4.42, cf. HG4.3.4;τὸ σ. τοῦ πλαισίου Id.An.3.4.43
, cf. 5.4.22, Plb.10.12.7 (so perh. σ. πολέμοιο, ὑσμίνης in Hom., v. supr.1.1).cτὸ τῶν λοχαγῶν τάγμα σ. καλεῖται Ascl.Tact.2.5
. -
7 ἀναστόμωσις
A outlet, opening, Plu.2.590f, Gal.11.750; inosculation, Id.UP6.17.2 patency, Cels.4.5, Gal.7.31.3 opening up or keeping open,ἕλκους Ruf.Fr.118
, cf. Procl.in Alc.p.119C. (pl.);αἱμορροίδων Dsc.1.58
; τὰ εἰς ἀ. βρώματα appetizing foods (cf. ), Ath.4.132f; ἀ. καὶ δῆξις, of manures, Thphr.CP3.17.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστόμωσις
См. также в других словарях:
ἕλκους — ἕλκος wound neut gen sg (attic epic doric) ἑλκόω wound imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστρεκτομή — Χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στην ολική ή μερική αφαίρεση του στομαχιού. Οι δύο βασικοί τύποι γ. είναι η ολική και η ευρεία. Στην πρώτη, που επιχειρείται σε περιπτώσεις καρκίνου, αφαιρείται ολόκληρο το στομάχι, μαζί με τους γειτονικούς… … Dictionary of Greek
έλκωση — η (AM ἕλκωση) σχηματισμός έλκους … Dictionary of Greek
γαστρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, του βλεννογόνου του στομάχου. Η απλή οξεία γ. είναι αρκετά συχνή και εμφανίζεται μετά τη βρώση ουσιών ποσοτικά και ποιοτικά ερεθιστικών, όπως φάρμακα, οινοπνευματώδη ποτά, καφές, τροφές με άφθονα καρυκεύματα, παγωμένες ή … Dictionary of Greek
ελκογόνος — ο αυτός που προκαλεί την εμφάνιση έλκους («ελκογόνοι παράγοντες») … Dictionary of Greek
ελκώδης — ες (AM ἑλκώδης, ες) 1. αυτός που μοιάζει με έλκος, που εμφανίζει συμπτώματα έλκους («ελκώδης πληγή», «ἑλκώδης χρώς») 2. γεμάτος έλκη («ἑλκώδεις κνῆμαι») νεοελλ. φρ. «ελκώδες έντερο» η μοίρα τού λεπτού εντέρου μεταξύ πέρατος τού δωδεκαδακτύλου και … Dictionary of Greek
εξέλκωση — η (Α ἐξέλκωσις) σχηματισμός έλκους (πληγής) στο δέρμα ή σε έναν βλεννογόνο … Dictionary of Greek
εξαλλαγή — η (AM ἐξαλλαγή) [εξαλάσσω] πλήρης μεταβολή, αλλοίωση νεοελλ. η μετατροπή έλκους, καλοήθους όγκου κ.λπ. σε καρκίνο αρχ. 1. μετάπτωση «ἐξαλλαγή εἰς ἕτερον γένος» 2. ποικιλία 3. εναλλαγή («ἐξαλλαγὴ ποικίλων μαθημάτων», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek
εξελκούμαι — (AM ἐξελκοῡμαι Α ἐξελκῶ, όω) (για μέρη τού σώματος) σχηματίζω έλκη, γίνομαι ελκώδης αρχ. ἐξελκῶ προκαλώ τη δημιουργία έλκους … Dictionary of Greek
ερπητικός — ή, ό [έρπης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρπητα («ερπητική μορφή τού έλκους») 2. αυτός που πάσχει από έρπητα 3. φρ. «ερπητική στοματίτιδα» ή «ερπητική φαρυγγίτιδα» πάθηση τού άκρου τής γλώσσας ή τού φάρυγγα, κατά την οποία αναπτύσσονται … Dictionary of Greek
εσχάρωμα — ἐσχάρωμα, τὸ (Μ) [εσχαρώ] εσχάρα έλκους, κακάδι … Dictionary of Greek