-
1 ίμεν
-
2 ἴμεν
-
3 ἴμεν
-
4 ἴμεν(αι)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἴμεν(αι)
-
5 εἶμι
εἶμι (A ibo), [ per.] 2sg.εἶ S. Tr.83
, Ar.Av. 990, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ,εἶσθα Il. 10.450
, Od.19.69; [ per.] 3sg. εἶσι; pl. ἴμεν, ἴτε, ἴᾱσι: imper. ἴθι (also εἶ in the compd. acc. to Sch., but prob. indic.), [ per.] 3pl. , Pl.Lg. 765a, alsoἴτων A.Eu.32
,ἰόντων Th.4.118
, etc.: subj. ἴω (εἴω Sophr.48
); [dialect] Ep. [ per.] 2sg.ἴῃσθα Il.10.67
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.ἴῃσι 9.701
; [dialect] Ep. pl. ἴομεν (for - ωμεν) 2.440: opt. ἴοιμι, οις, οι, 14.21, etc.;ἰοίην Sapph.159
, IG4.760 ([place name] Troezen), X.Smp.4.16, ([etym.] διεξ-) Isoc.5.98; [dialect] Ep.ἰείη Il.19.209
, cf.περι-ιεῖεν IG22.1126.18
(Amphict. Delph.),εἴη Il.24.139
, Od.14.496, ([place name] Crete): inf. ἰέναι, [dialect] Ep. ἴμεναι (ι in Il.20.365 ) or ἴμεν, alsoἰέμεν Archyt.
ap. Stob.3.1.106 (dub. l.), ἴναι [pron. full] [ῐ] Orac. ap. Str.9.2.23, (ἐξ-) Machoap.Ath.13.580c, cf. EM467.18 ( προς-εῖναι dub. in Hes. Op. 353): part. ἰών, ἰοῦσα, ἰόν: [tense] impf. ᾔειν, ᾔεις (,ἐπεξ-ῄεισθα Euthphr.4b
), ᾔει or - ειν Id.Ti. 38c, Criti. 117e; [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἤϊα, [ per.] 3sg. ἤϊε ([etym.] - εν), [var] contr.ᾖε Od.18.257
; dual ; 1 and [ per.] 2pl., ᾖμεν, ᾖτε; [ per.] 3pl., [dialect] Ep. and [dialect] Ion. ἤϊσαν, [dialect] Ep. also ἴσαν, [dialect] Att. ᾖσαν ([etym.] μετ-) Ar.Eq. 605, cf. Fr. 161, ([etym.] ἐπ-) Od.19.445, later ᾔεσαν ([etym.] εἰς-) Arist.Ath.32.1, etc.; also [ per.] 3sg.ἴε Il.2.872
, al.; [dialect] Ep. [ per.] 1pl.ᾔομεν Od.10.251
, al., [ per.] 3 dualἴτην Il.1.347
; [ per.] 3pl.ἤϊον Od.23.370
:—[voice] Med. [tense] pres. and [tense] impf. ἴεμαι, ἰέμην are mere mistakes for ἵεμαι, ἱέμην (from ἵημι), cf. S.OT 1242, E.Supp. 698:—for [tense] fut. εἴσομαι and [tense] aor. [voice] Med. εἰσάμην, in [ per.] 3sg. εἴσατο, ἐείσατο, [ per.] 3 dual ἐεισάσθην, v. εἴσομαι 11.—The ind. εἶμι usu. has [tense] pres. sense in Hom. ([tense] fut., Il.1.426, 18.280), but in [dialect] Ion. Prose and [dialect] Att. it serves as [tense] fut. to ἔρχομαι (q. v.), I shall go, shall come: the [tense] pres. sense is sts. found in Poetry, prov. αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι (cf. Pl.Smp. 174b), cf. Theoc.25.90, also in compds. ( προς-) A.Eu. 242, (ἐπ-) Th.4.61, ( συν-) Str.3.2.2. [[pron. full] ῐ- in all tenses, exc. in [dialect] Ep. Subj. ἴομεν for ἴωμεν at the beginning of a verse]:— come or go, the special senses being given by the context, οἴκαδ' ἴμεν go home, Il.17.155;τάχ' εἶσθα θύραζε Od.19.69
, etc.; come,οὐδέ μιν οἴω νῦν ἰέναι Il.17.710
, etc.; go, depart, Od.2.367;ὑπὸ τεῖχος ἰόντας Il.12.264
.II c.acc.,2 c. acc. cogn., ὁδὸν ἰέναι go a road, Od.10.103; so τὴν ὀρεινήν (sc. ὁδόν) X.Cyr. 2.4.22: metaph.,ἄδικον ὁδὸν ἰέναι Th.3.64
.3 go through or over, τὸ μέσον τοῦ οὐρανοῦ, of the sun, Hdt.2.25, cf. 26: in Hom., freq. c. gen., ἰὼν πεδίοιο going across the plain, Il.5.597.III c. inf. [tense] aor.,ἀλλά τις εἴη εἰπεῖν Ἀτρεΐδῃ Od.14.496
.—On the Homeric βῆ δ' ἴμεν, etc., v. βαίνω.2 c. part. [tense] fut., Ἑλένην καλέουσ' ἴε went to call her, Il.3.383, cf. 14.200, Od.15.213; ἤϊα λέξων I was going to tell, Hdt.4.82; ;εἴ τις ἱστορίαν γράψων ἴῃ Luc. Hist.Conscr.39
.IV also of other motions besides walking or running, as of going in a ship, esp.ἐπὶ νηὸς ἰέναι Od.2.332
, etc.; of the flight of bees, Il.2.87.2 of the motion of things, [πέλεκυς] εἶσιν διὰ δουρός the axe goes through the beam, 3.61; of clouds or vapour, 4.278; of the stars, 22.317; of time, ἔτος εἶσι the year will pass, Od. 2.89; φάτις εἶσι the report goes, 23.362;χρόνος.. ἰὼν πόρσω Pi.O.10
(11).55; ἴτω κλαγγά, βοά, S.Tr. 208 (lyr.), Ar.Av. 857 (lyr.); , cf.Pl.Ap. 19a.V metaph. usages, ἰέναι ἐς λόγους τινί to enter on a conference with.., Th.3.80, etc.; ἰέναι ἐς τοὺς πολέμους, ἐς τὴν ξυμμαχίαν, Id.1.78, 5.30; ἰέναι ἐς χεῖρας to come to blows, Id.2.3, 81; ἰέναι ἐς τὰ παραγγελλόμενα to obey orders, Id.1.121;διὰ δίκης ἰὼν πατρί S.Ant. 742
; ἰέναι διὰ μάχης, διὰ φιλίας, etc., v. διά A.IV.b.VI imper. ἴθι (with or without δή) come now! mostly folld. by [ per.] 2sg. imper.,ἴ. ἐξήγεο Hdt.3.72
; ἴθ' ἐγκόνει, ἴθ' ἐκκάλυψον, S.Aj. 988, 1003;ἴ. πέραινε Ar.Ra. 1170
; in full, ἴ. καὶ πειρῶ go and try, Hdt.8.57: with [ per.] 1pl.,ἴ. οὖν ἐπισκεψώμεθα X.Mem.1.6.4
, cf. Pl. Prt. 332d;ἴτε δὴ ἀκούσωμεν Id.Lg. 797d
: [ per.] 2 dual,ἴθι δὴ παρίστασθον Ar.Ra. 1378
: also [ per.] 2pl.,ἴτε νεύσατε S.OC 248
, cf. OT 1413.VII part. added to Verbs, φρονείτω μεῖζον ἢ κατ' ἄνδρ' ἰών let him go and think.., S.Ant. 768, cf. OC 1393, Aj. 304;βακχεύσεις ἰών E.Ba. 343
.—Cf. ἴσκω. -
6 εἶμι
1εἶσιν, εἶσ; [ἴθι O. 14.21
], ἴτω, ἴτε, ἰόντων; ἰών, ἰόντι, ἰόντες; ἴμεν.) go, come (but in the indicative, probably a future sense is required, cf. ἔπειμι.)a of living things.Οὔλυμπόνδ' ἰὼν O. 3.36
μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23
ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν O. 6.38
“ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” O. 6.63 ἀβάπτιστος εἶμι φέλλος ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας (Schnitzer: εἰμί codd.) P. 2.80τάχα δεὐθὺς ἰὼν P. 4.83
μοι ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59
ναυσὶ δοὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ὁδόν P. 10.29
Κάδμου κόραι, ἴτε πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.3
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (v. ἀμφότερος) N. 7.94τις Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν ἀνεγειρέτω κῶμον I. 8.3
μοι ἰόντι τηλαυγἔ ἀγ κορυφὰν[ Pae. 7.12
τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες[ Πα. 7B. 12. ῥίμφα δ' εἶσιν Ἄρτεμις Δ. 2. 1. ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (i. e. being born) Πα. 12. 1. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν fr. 137. 1. Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 46. c. cogn. acc.,ἦῤ, ὦ φίλοι, κατ' ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν P. 11.39
b of inanimate things. τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν ( Χρόνος) O. 10.55 “ ὄνειρος ἰὼν φωνεῖ” P. 4.163 “ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41 met.: τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. proceed, pursue its course P. 8.33 -
7 ἄνευ
ᾰνευ prep. c. gen.,1 withoutἄνευ δὲ θεοῦ, σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.103
ἄνευ Χαρίτων P. 2.42
“ τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσον” P. 4.154εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34
κτείνοντ' ἐλάφους ἄνευ κυνῶν δολίων θἑρκέων N. 3.51
οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.77
ἄνευ σέθεν οὐ φάος N. 7.2
μόνον ἄνευ συμμαχίας ἴμεν fr. 169. 46. -
8 δεῦρο
1 this way, to this place “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” to Olympia O. 6.63 Ὀρσοτρίαινα δ' ἐπ Ἰσθμῷ ποντίᾳ ἅρμα θοὸν τάνυεν, ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἂν ἵπποις χρυσέαις to Aigina O. 8.51 Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ (sc. Πείσανδρος), Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων to Tenedos N. 11.35 -
9 ἐς
ἐς, εἰς, ἐν (following noun governed, P. 4.44, P. 6.4, P. 9.55, I. 7.41 fr. 162, ?fr. 333a. 8.)1a to, towards, into.I generally, lit. & met.ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους μάκαιραν Ἱέρωνος ἑστίαν O. 1.10
ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον φίλαντε Σίπυλον O. 1.38
ὕδατος πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον (e Σ Mommsen: ἐπ codd.) O. 1.48ἐμὲ δ' ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων ἐς Ἆλιν O. 1.78
ῥοαὶ δ' ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν ἄνθεα ἄγαγον O. 2.49
ἐς γαῖαν πορεύειν O. 3.25
ἐς ταύταν ἑορτὰν νίσεται O. 3.34
ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν O. 5.14
φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
ἦλθεν δ' Ἴαμος ἐς φάος O. 6.44
δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν O. 6.63
μαντεύσατο δ' ἐς θεὸν ἐλθών O. 7.31
πλόον εἶπε Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς εὐθὺν ἐς ἀμφιθάλασσον νομόν O. 7.33
ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47
[ βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει κοίλαν ἐς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (v. l. πρός) O. 9.34]εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.92
ἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.28
εὖναι δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον P. 2.35
εἰς Ἀίδα δόμον κατέβα P. 3.11
πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν P. 3.34
ἤλυθεν ἐς λέχος P. 3.99
“ Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθὼν” P. 4.44ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76
ἐς δ' Ἰαολκὸν ἐπεὶ κατέβα P. 4.188
ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι P. 4.207
ἐς Φᾶσιν δἔπειτεν ἤλυθον P. 4.211
ἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67
ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι P. 6.4
“ ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” P. 9.55ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν P. 10.30
μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.46
ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρὸν (Tric.: εἰς codd.) P. 11.4θαητὰν ἐς αἴγλαν παῖς Διὸς μόλεν N. 1.35
ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν N. 1.42
καὶ ἐς Αἰθίοπας ἔπαλτο (sc. ὄνυμ' αὐτῶν) N. 6.49εἰς Ἐφύραν ἵκοντο N. 7.37
φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.62
κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε,Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
—3.καί ποτ' ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι N. 9.21
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν i. e. into relationship with him N. 10.14εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
σὺν Χάρισιν δ' ἔμολον Λάμπωνος υἱοῖς τάνδ ἐς εὔνομον πόλιν I. 5.22
τὸν (= Τελαμῶνα)χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε σύμμαχον ἐς Τροίαν I. 6.27
ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ἐς Ἄργος ἵππιον (Er. Schmid: εἰς codd.) I. 7.11ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν I. 7.45
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν I. 8.21
“ ἰόντων δ' ἐς ἄφθιτον ἄντρον εὐθὺς Χίρωνος αὐτίκ ἀγγελίαι” I. 8.41ἐς Τροία[ν Pae. 6.75
μή μιν εὔφρον' ἐς οἶκον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.115
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Pae. 12.15
]δ εἰς [Ἀ]χέροντα[ Πα. 22e. 9. μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν Παρθ. 2. 3. τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. δαιτίκλυτ[ον] πόλιν ἐς Ὀρχομενῶ διώξιππον ?fr. 333a. 8. up to,φαεννὸν ἐς αἰθέρα μιν πεμφθεῖσαν ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67
πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ ( εἰς coni. Er. Schmid) N. 5.11 ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2. πιτνάντες θοὰν κλίμακ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν fr. 162. down into,βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.37
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.12
“χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44
πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228. into (a vehicle)τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4
ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον I. 2.2
II of journeying, uponἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.73
ἐς πλόον ἀρχομένοις (v. l. ἐρχομένοις) P. 1.34ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
III sc. δόμους, to the home ofεἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
b towards, in the direction ofδᾶμον γεραίρων τράποι σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν P. 1.70
δαίμων δ' ἕτερος ἐς κακὸν τρέψαις P. 3.35
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν ἐς μέσον χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι publicly fr. 42. 4. ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. turn this omen into some manner of prosperity for Thebes Πα... εὖτ' ἂν ἴδω παίδων νεόγυιον ἐς ἥβαν look upon fr. 123. 12.c with a view to, with the object of, for “ φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι ἐς χάριν τέλλεται” O. 1.75ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν O. 10.12
εὐώνυμον ἐς δίκαν τρία ἔπεα διαρκέσει N. 7.48
νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.21
ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον I. 6.36
Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.d with regard to, in reference toἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85
( αἶνον)ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
]κυριώτερο[ λτ;εἰς σοφίας λόγον> (supp. Snell ex Aristide.) fr. 260. 7. ἄμαχοί ( τινες) εἰς σοφίαν (si quidem recte hoc frag. Pindaro tribuitur, certe alia erat forma verborum apud P.) ?fr. 353.e of time, for, during.ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκμαρτον προνοῆσαι P. 10.63
ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 5.f dub. & frag. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ δ' εἰς ἀνθρακιὰν στέψαν” ( πρὸς coni. Schr.: δὶς Turyn) fr. 168. 2. ]μενος οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
]τ' ἐς αὐτὸν[ Δ. 4f. 6.2 ἐν, a Doric form of ἐς.a to, towardsΚρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ P. 5.38
δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι fr. 75. 1.b intoξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
μιν ἐν πέλ[α]γ[ο]ς ῥιφθεῖσαν (ἀν Π̆{S}, i. e. ἀνὰ: πέλ[α]γ[ο]ς Wil.: πελ[ά]γε[ι G-H.) Πα. 7B. 46.c dub., upon πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα) ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα (codd.: δοκέοντι Fennel, Lobel: cf. ἐν 8.) N. 7.31d in regard to δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ (Wil.: ἐς γενεὰς codd.: ἐγγενὲς e Σ Ritterhuius: ἐς γένος Fulvius Orsinus) N. 4.68ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
θεοῦ δὲ δείξαντος ἀρχὰν ἕκαστον ἐν πρᾶγος fr. 108a. 2. -
10 κελεύω
1 bid c. acc. & inf. πέμποισ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος (sc. Πιτάνα) O. 6.32 Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν (sc. Ἀπόλλων) O. 6.70 ἐκέλευσεν Λάχεσιν χεῖρας ἀντεῖναι (Mosch.: (ἐ) κέλευσε codd.) O. 7.64σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν N. 4.80
Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (Lobel: κέλευε Π̆{ac}: ἐκέλευσε Π̆{pc}) fr. 169. 45. ] α κέλευσ' ι[ P. Oxy. 1792 fr. 34. -
11 μόνος
μόνος, μοῡνος (μόνος, -ον; -α, -αις; -ον nom: μοῦνος; -αν; -α nom.)a alone; by oneself, by itself ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος (sc. Πάτροκλος) O. 9.72ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53
παῖς ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν Θέτις as her only son P. 3.100παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ he alone of the nation of Danaoi P. 8.52κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν P. 9.27
δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2. ] φρασάμαν μόνος[ ?fr. 345a. 8. emphasised by secondary phrase, ( Πηλεὺς) ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (byz.: μοῦνος codd.) N. 3.34 Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 45. repeated, unique,τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43
b a single, one pl. pro sing.τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
-
12 μουνος
μόνος, μοῡνος (μόνος, -ον; -α, -αις; -ον nom: μοῦνος; -αν; -α nom.)a alone; by oneself, by itself ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος (sc. Πάτροκλος) O. 9.72ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53
παῖς ὅνπερ μόνον ἀθανάτα τίκτεν Θέτις as her only son P. 3.100παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227
μόνος γὰρ ἐκ Δαναῶν στρατοῦ θανόντος ὀστέα λέξαις υἱοῦ he alone of the nation of Danaoi P. 8.52κίχε νιν λέοντί ποτ' εὐρυφαρέτρας ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν P. 9.27
δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον I. 5.12
τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3. τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν fr. 131b. 2. ] φρασάμαν μόνος[ ?fr. 345a. 8. emphasised by secondary phrase, ( Πηλεὺς) ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς (byz.: μοῦνος codd.) N. 3.34 Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν fr. 169. 45. repeated, unique,τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43
b a single, one pl. pro sing.τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.85
-
13 ὄπισθεν
ὄπισθεν prep. c. gen.,1 after, following of place. “ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν O. 6.63
ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων fr. 237. -
14 ὀρνυω
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)a act.I rouse, awaken met.κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23
Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.II incite, promptἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
c. inf.,ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτεχαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
b med.I rise up and go, sally outἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134
c. inf.,ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62
II speed, rush “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91III met., start up, beginὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8d ]ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11
-
15 ὄρνυμι
ὀρνῠω, ὄρνυμι (ὀρνύει; ὀρνύντος: impf. ὤρνυεν: aor. ὦρσεν, ὦρσαν; ὄρσαι: med. ὀρνύμενοι, -ένων, -ενον: aor. ὦρτο; ὄρσο.)a act.I rouse, awaken met.κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11
ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον P. 3.102
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.86
πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἐπ Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας ἔκνισεν βαρυπάλαμον ὄρσαι χόλον P. 11.23
Σίσυφον κέλοντο ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (v. l. ὦρσαι) fr. 5. 2. θεῷ δὲ δυνατὸν μελαίνας ἐκ νυκτὸς ἀμίαντον ὄρσαι φάος fr. 108b. 2.II incite, promptἀλλά νιν ὕβρις εἰς ἀυάταν ὑπεράφανον ὦρσεν P. 2.29
Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
c. inf.,ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός O. 10.24
τόλμα τέ μοι εὐθεῖα γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν O. 13.12
Ἰάσων αὐτὸς ἤδη ὤρνυεν κάρυκας ἐόντα πλόον φαινέμεν παντᾷ (Boeckh: ὄρνυεν codd.) P. 4.170III send on one's way Ὀλυμ]πόθεν δέ οἱ χρυσόρραπιν ὦρσεν Ἑρμᾶν (sc. Ζεύς: ωσεν Π, corr. Π̆{s}) Δ. 4. 37. met., ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτεχαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
b med.I rise up and go, sally outἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.66
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο σὺν κείνοισι P. 4.134
c. inf.,ὄρσο, τέκνον, δεῦρο ἴμεν O. 6.62
II speed, rush “ βέλος ἐξ ἀνικάτου φαρέτρας ὀρνύμενον” P. 4.91III met., start up, beginὀρνυμένων πολέμων O. 8.34
c in tmesis. ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (v. ἀνόρνυμι) N. 9.8d ]ν χρόνον ὀρνύει[ Pae. 4.11
-
16 πάγκοινος
πάγκοινος, -ον1 open to all “ δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” Olympia O. 6.63 ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας i. e. that all have seen, viz. the eclipse of the sun at Thebes Πα.. 1. φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός i. e. that all may hear fr. 188. -
17 συμμαχία
1 alliesκαὶ συμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν O. 10.72
Σθενέλοιό μιν υἱὸς κέλευσεν μόνον ἄνευ συ[μμ]αχίας ἴμεν (supp. Lobel) fr. 169. 46. -
18 φάμα
φᾱμα (-α, -αν, -ας, -αι.)a voice “Ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν” O. 6.63κελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.16
b reportὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10
ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Κάδμον ὑψη[λαῖ]ς πραπίδες[σι λαχεῖν (Π̆{S}: φαμεν Π.) Δ. 2. 27. add. gen., ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων reputation I. 4.22 -
19 χώρα
χώρα (-ας, -αν.)1 land countryκαὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν O. 7.59
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (Aigina) O. 8.25 ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν (Aitna) P. 1.40 χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (Aigina) N. 3.13 “ δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” (Olympia) O. 6.63c place ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται (sc. πόλιν) P. 4.273 -
20 βαίνω
βαίνω (inf.Aβαίμεναι Hsch.
), [tense] fut.βήσομαι Il.2.339
, etc., [dialect] Dor.βᾱσεῦμαι Theoc.2.8
, etc.: [tense] pf.βέβηκα Il.15.90
, etc., [dialect] Dor.βέβᾱκα Pi.I.4(3).41
, etc., with shortd. formsβεβάᾱσι Il.2.134
, [var] contr. (lyr.), Eu.76, etc.; subj. βεβῶσι ([etym.] ἐμ-) Pl.Phdr. 252e; inf.βεβάμεν Il.17.359
, (lyr.); part.βεβαώς, -αυῖα Il.14.477
, Hom.Epigr.15.10, [var] contr. βεβώς: [tense] plpf.ἐβεβήκειν Il.11.296
, etc., [dialect] Ep.βεβήκειν 6.495
; sync. [ per.] 3pl.βέβᾰσαν 17.286
, etc.: [tense] aor. 2ἔβην Il. 17.112
, etc., [dialect] Dor.ἔβᾱν Pi.O.13.97
, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.βῆ Il.13.297
, [dialect] Ep. [ per.] 3 dual βάτην [ᾰ] 1.327, [ per.] 3pl.ἔβαν A.Pers.18
(lyr.), ([etym.] κατ-) S.Tr. 504 (lyr.), [dialect] Ep.βάν Il.20.32
; imper. βῆθι, [dialect] Dor. (lyr.); βᾱ in compds. ἔμβα, κατάβα, etc., [ per.] 2pl. , Eu. 1033 (lyr.); subj. βῶ, [dialect] Ep. [ per.] 3sg. βήῃ ([etym.] ὑπερ-) Il.9.501,βήω 6.113
, (Cret.), [dialect] Dor. βᾶμες (for βῶμεν) Theoc.15.22; opt. βαίην; inf. βῆναι ([dialect] Att. Prose only in compds.), [dialect] Ep.βήμεναι Od.19.296
, [dialect] Dor.βᾶμεν Pi.P.4.39
; part. βάς βᾶσα βάν, [dialect] Dor. pl.ἐκ-βῶντας Th.5.77
:— [voice] Med., [dialect] Ep.[tense] aor.1 ἐβήσετο ([etym.] ἀπ-) Il.1.428:—[voice] Pass., [tense] pres. (v. infr.A.11.1): in compds., [tense] aor. ἀν-, παρ-, ξυν-εβάθην, X.Eq.3.4, Th.3.67, 4.30; laterπαρ-εβάνθην D.C.48.2
,al.; ἀνα-, παρα-, ξυμ-βέβᾰμαι, X.Eq.Mag.1.4, Th.1.123, 8.98;παρα-βέβασμαι D.17.12
: [tense] fut. παρα-βαθήσομαι Sch.E. Hec. 802.—For the [voice] Act. [tense] fut. and [tense] aor. 1, v. infr. B; for [tense] pres. part. βιβάς, v. βίβημι.—In correct [dialect] Att. Prose the [tense] pres. βαίνω is almost the only tense in use; but in compds. Prose writers used all tenses freely.A in the above tenses,I intr., walk, step, prop. of motion on foot,ποσὶ βήσετο Il.5.745
, etc.; but also of all motion on ground, the direction being commonly determined by a Prep.:—the kind of motion is often marked by a part., βῆ φεύγων, βῆ ἀΐξασα, Il.2.665, 4.74: c. part. [tense] fut., denoting purpose, βῆ ῥ' Ἶσον.. ἐξεναρίξων he went to slay, Il.11.101: with neut. Adj. as Adv.,σαῦλα ποσὶν β. h.Merc.28
;ἁβρὸν β. παλλεύκῳ ποδί E.Med. 1164
, cf. 830 (lyr.); ἴσα or ὁμοίως β. τινί, D.19.314, X.Eq.1.3;ἐν ποικίλοις β. A.Ag. 936
, cf. 924; march or dance, μετὰ ῥυθμοῦ, ἐν ῥυθμῷ, Th.5.70, Pl.Lg. 670b: freq. c. inf. in Hom., βῆ δ' ἰέναι set out to go, went his way, Il.4.199, etc.;βῆ δ' ἴμεν 5.167
, etc.; βῆ δὲ θέειν started to run, 2.183, etc.;βῆ δ' ἐλάαν 13.27
: c. acc. loci,νέας Od.3.162
, cf. S.OT 153 (lyr.), OC 378; ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν was going on board ship, Od.11.534; butἐν δὲ ἑκάστῃ [νηῒ].. ἑκατὸν καὶ εἴκοσι βαῖνον
were on board,Il.
2.510; ἐφ' ἵππων βάντες having mounted the chariot, 18.532; ἐπὶ πώλου βεβῶσα mounted on.., S.OC 313;ἐς δίφρον Il.5.364
; ; βαίνειν δι' αἵματος wade in blood, Id.Ph. 20.2 in [tense] pf., stand or be in a place,χῶρος ἐν ᾧ βεβήκαμεν S.OC52
; βεβηκὼς σφόδρα firmly poised (opp. κρεμάμενος) Pl.Ti. 62c; β. μάχη steady fight, Plu.Phil.9: freq. almost, = εἰμί ( sum), εὖ βεβηκώς on a good footing, well established, prosperous, [θεοὶ] εὖ βεβηκότας ὑπτίους κλίνουσ' Archil.56.3
;τυραννίδα εὖ βεβηκυῖαν Hdt.7.164
, cf. S.El. 979; εὖ βίου βεβηκότα prob. forἐν βίῳ βεβιωκότα Nicom.
Com.2;ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί Archil.58.4
;ἐπισφαλῶς βεβ. LXX Wi.4.4
;ἄγαλμα βεβηκὸς ἄνω τὰ κάτω δὲ κεχηνός Eub.107.23
; οἱ ἐν τέλει ἐόντες, βεβῶτες, they who arein office, Hdt.9.106, S.Ant.67; τοῦτον οὐχ ὁρῇς ὅκως βέβη-[κεν] ἀνδριάντα; Herod.4.36; [λίθους] ἐν ταῖς ἰδίαις χώραις βεβηκότας IG7.3073.163
(Lebad.);ἐν κακοῖς βεβ. S.El. 1057
; μοίρᾳ οὐκ ἐν ἐσθλᾷ β. ib. 1095 (lyr.); βοῦς, κλεὶς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκεν, v. βοῦς IV,κλείς 4
;φρόνει βεβὼς ἐπὶ ξυροῦ τύχης S.Ant. 996
.b Geom. of figures, stand on a base, , cf. Apollon.Perg.Con.3.3; *Stereom.1.31; of an angle, stand on an arc, ἐπί τινος, πρός τινι, Euc.3Def.9, cf. 16.26.c βεβηκὼς ῥυθμός stately rhythm, Syrian.in Hermog.1p.69R.; ἀνάπαυσις ib.p.18 R.3 go away, depart,ἐν νηυσὶ φίλην ἐς πατρίδ' Il.12.16
; ἔβαν ἄγοντες, ἔβαν φέρουσαι, have gone and taken away, 1.391, 2.302;ἄφαρ βέβακεν S.Tr. 134
;θανάσιμος βέβηκεν Id.OT 959
, cf. 832;βεβᾶσι φροῦδοι E.IT 1289
; βέβηκα euphem. for τέθνηκα, A.Pers. 1002 (lyr.); of things, ἐννέα ἐνιαυτοὶ βεβάασι nine years have come and gone, Il.2.134; πῇ ὅρκια βήσεται; ib. 339, cf. 8.229.6 c. part. as periphr. for [tense] fut.,βαίνω καταγγέλλων PMag.Par.1.2474
.II c. acc., mount, Hom. only in [tense] aor. [voice] Med.βήσασθαι δίφρον Il.3.262
, Od.3.481: in [voice] Act. ([tense] fut. part. [voice] Med.βησόμενος Them.Or.21.248b
), of the male, mount, cover, Pl.Phdr. 250e, Achae.28, Arist.HA 575a13, etc.:—in [voice] Pass., ἵπποι βαινόμεναι brood mares, Hdt.1.192.2 c. acc. cogn.,β. Δωρίαν κέλευθον ὕμνων Pi.Fr. 191
;Καλλαβίδας Eup.163
; ἔβα ῥόον went down stream, i.e. died, Theoc.1.140.b metaph. of metre, scan, D.H.Comp.21 ([voice] Pass.), Aristid. Quint.1.23,24, etc.; is scanned,Arist.
Metaph. 1093a30.3 χρέος ἔβα με debts came on me, Ar.Nu.30;ὀδύνα μ' ὀδύνα βαίνει E.Hipp. 1371
(lyr.).4 Poet. with acc. of the instrument of motion,βαίνειν πόδα E.El.94
, 1173 (lyr.).5 βαίνειν· φιλεῖν, κολακεύειν, Hsch.B Causal, in [tense] fut. βήσω, ([etym.] ἐπι-) Il.8.197, ([etym.] εἰς-) E.IT 742: [tense] aor. 1 ἔβησα—make to go, φῶτας βῆσεν ἀφ' ἵππων he made them dismount, Il.16.810; ἀμφοτέρους ἐξ ἵππων βῆσε κακῶς he brought them down from the chariot in sorry plight, 5.164;ὄφρα βάσομεν ὄκχον Pi.O. 6.24
.—Rare in Trag. (exc. in compds.), E.Med. 209 (lyr.).—The simple Verb is uncommon in later Gr. (For βάμ-yω, cf. Lat. venio, Skt. gamyáte; βάσκω corresponds to Skt. gácchati (g[uglide]ṃ-sk-); root g[uglide]em- in OHG. quëman 'come'; ἔβην, βήσομαι fr. root g[uglide]ā-, Skt. jigāti, [tense] aor. ágāt.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἴμεν — εἶμι ibo pres ind act 1st pl εἶμι ibo pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
иду — идти, народн. итить, обойтиться, разойтиться (Соболевский, Лекции 258), сюда же: пойти, войти, прийти, выйти, сойти, перейти, найти и т. д., др. русск. иду, ити, укр. iду, iти, блр. iцi, iсцi, iду, ст. слав. идѫ, ити πορεύεσθαι, ἔρχεσθαι, вънити… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… … Wikipedia
СКОЛ — • Σκω̃λος, 1. древнее местечко в Беотии на правом берегу Асона, у подошвы Киферона, лежащее на крутой возвышенности; отсюда пословица: ει̉ς Σκω̃λον μήτ αυ̉τός ίμεν, μήτ άλλω έπεσθαι. Здесь, по сказанию, Пенфей был растерзан Менадами.… … Реальный словарь классических древностей
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… … Dictionary of Greek
επιπείθομαι — ἐπιπείθομαι (Α) 1. πείθομαι στα λόγια κάποιου («εἴ τις ἐμοὶ ἐπιπείσεται ἀνδρῶν οἴκαδ’ ἴμεν», Ομ. Ιλ.) 2. συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω («ἡμῑν δ’ αὖτ’ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ», Ομ. Οδ.) 3. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη σε κάτι, εμπιστεύομαι… … Dictionary of Greek
επιφθονώ — ἐπιφθονῶ, έω (Α) [επίφθονος] 1. αρνούμαι, απαγορεύω, αποκρούω κάποιον, δεν θέλω να κάνει κάτι («ᾧ δὲ κ’ ἐπιφθονέοις [ἆσσον ἴμεν] ὅδε τοι πάλιν εἶσιν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.) 2. μισώ, φθονώ κάποιον («καὶ ἐκείνοισι δὲ ἐπιφθονέομεν», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… … Dictionary of Greek
ei- — ei English meaning: to go Deutsche Übersetzung: “gehen” Note: extended ei dh , ei gh , i tü and i̯ ü , i̯ ē : i̯ō : i̯ǝ Material: O.Ind. ēmi, ēti, imáḥ, yánti “go”, Av. aēiti, yeinti, O.Pers. aitiy “goes”, themat. Med.… … Proto-Indo-European etymological dictionary