Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διώξω

См. также в других словарях:

  • διώξω — διώκω cause to run aor subj act 1st sg διώκω cause to run fut ind act 1st sg διώκω cause to run aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Säulen des Herakles — Wappen Spaniens Als Säulen des Herakles (altgriechisch αἱ Ἡράκλειοι στῆλαι …   Deutsch Wikipedia

  • MINAE — Martis comites, apud Stat. Theb. l. 7. v. 47. ubi aula huius eleganter describitur, primis salit impetus amens E foribus, caecumque Nefas, Iraeque rubentes, Exsanguesque Metus, occultisque ensibus adstant Insidiae geminumque tenens Discordia… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απονοσφίζω — ἀπονοσφίζω (Α) [απονόσφι] 1. αποστερώ, αποκλείω κάποιον από κάτι 2. αφαιρώ, αρπάζω 3. προσπαθώ να διώξω μακριά μου …   Dictionary of Greek

  • διώξιμο — το εκδίωξη, αποπομπή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχηματίστηκε από το θ. τού μέλλοντα διώξω (τού ρ. διώκω) + (κατάλ.) ιμο (πρβλ. γράφω γράψω γράψιμο)] …   Dictionary of Greek

  • διώξιππος — (4ος 3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Έγραψε τα ακόλουθα έργα: Θησαυρός, Αντιπορνοβοσκός, Φιλάργυρος, Ιστοριογράφος και Διαδικαζόμενοι. * * * διώξιππος, ον (Α) αυτός που αναγκάζει το άλογο να τρέχει (έφιππος ή πάνω σε άρμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… …   Dictionary of Greek

  • εξαυτής — (AM ἐξαυτῆς και ἐξ αὐτῆς) (ως επίρρ.) μσν. νεοελλ. (με αντων.) ἀπὸ ἐξαυτῆς μου, σου κ.λπ. 1. από μένα («εἶντα θέλετε νὰ μάθετε ἀπ ἐξαυτῆς μου;») 2. από μόνος μου, με δική μου πρωτοβουλία («ἐγὼ ἀπὸ ξαυτῆς μου δὲν δύνομαι νὰ τὸν διώξω») αρχ. αμέσως …   Dictionary of Greek

  • ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»