Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεφυζότες

См. также в других словарях:

  • πεφυζότες — φεύγω flee perf part act masc nom pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύζω — Α (επικ. τ.) φεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη τού οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»