-
1 Αρέτας
-
2 Ἀρέτας
-
3 αρετάς
ἀρετᾶ̱ς, ἀρετάωthrive: pres ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρετήgoodness: fem gen sg (doric aeolic)——————ἀρετάωthrive: pres subj act 2nd sgἀρετάωthrive: pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) -
4 Αρετάς
-
5 Ἀρετᾶς
-
6 Αρετάς
-
7 Ἀρετάς
-
8 αρετάς
-
9 ἀρετάς
-
10 αρέτας
ἀ̱ρέτᾱς, ἀρετάωthrive: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρέτᾱς, ἀρετάωthrive: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
11 ἀρέτας
ἀ̱ρέτᾱς, ἀρετάωthrive: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρέτᾱς, ἀρετάωthrive: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
12 Ἁρέτας
Ἁρέτας, α, ὁ (on the spelling s. Dssm. NB 11 [BS 183f]) a name which, in the form H̯riṭat, is often found in Nabataean inscriptions and among the Arabs, and was borne by Nabataean kings (Joseph. index). The one named 2 Cor 11:32 was Aretas IV (ruled c. 9 B.C. to 40 A.D.). Cp. Schürer I 581–83; ASteinmann, Aretas IV: BZ 7, 1909, 174–84, 312–41; also separately 1909; Ltzm., Hdb. Exk. on 2 Cor 11:32f; HWindisch, KEK9 1924 ad loc. (lit.); JStarcky, Dict. de la Bible, Suppl. VII ’66, 913–16.—M-M. -
13 ἀρετᾶς
Βλ. λ. αρετάς -
14 ἀρετᾷς
Βλ. λ. αρετάς -
15 Ἁρέτας
{собств., 1}Аравийский царь Арета IV (9 г. до Р.Х. - 40 г. по Р.Х.), воевавший со своим зятем Иродом Антипой в 36 г. по Р.Х., т.к. тот развелся с его дочерью. Арета разбил войска Ирода и восстановил господство над Дамаской областью (2Кор. 11:32).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἁρέτας
-
16 Αρέτας
{собств., 1}Аравийский царь Арета IV (9 г. до Р.Х. - 40 г. по Р.Х.), воевавший со своим зятем Иродом Антипой в 36 г. по Р.Х., т.к. тот развелся с его дочерью. Арета разбил войска Ирода и восстановил господство над Дамаской областью (2Кор. 11:32).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Αρέτας
-
17 Ἁρέτας
Арета (Аравийский царь Арета IV(9 до Р. Х.-40 гг. по Р. Х.), воевавший со своим зятем Иродом Антипой в 36 г. по Р. Х., т.к. тот развелся с его дочерью. Арета разбил войска Ирода и восстановил господство над Дамасской обл.).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἁρέτας
-
18 ἀρετὰς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρετὰς
-
19 ἀρετά
a distinction, talent, excellence, rarely of purely moral qualities.δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
γνησίαις ἐπ' ἀρεταῖς O. 2.11
ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος O. 2.53
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.43
οὐ φθίνει Κροίσου φιλόφρων ἀρετά P. 1.94
ἀρετᾷ κεκραμένον καθαρᾷ (sc. πλοῦτον) P. 5.2 ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν filial devotion P. 6.42ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74
ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.37
Ὅμηρος αὐτοῦ (= Αἴαντος)ὀρθώσαις ἀρετὰν I. 4.38
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετ[άν Pae. 6.131
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. οὐ κό]ρῳ ἀλλ' ἀρετᾷ (supp. Lobel) fr. 169. 15. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205. 1. τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.b esp. physical excellence, valour, prowessἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι O. 3.37
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις O. 9.83
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.100
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος O. 10.20
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον ἄποιν' ἀρετᾶς P. 2.14
ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει P. 3.114
φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι P. 4.187
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν δρόσῳ μαλθακᾷ ῥανθεισᾶν κώμων ὑπὸ χεύμασιν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν ῥανθεῖσαν) P. 5.98ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
ἐπεί οἱ τρεῖς ἀεθλοφόροι πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
ἀρετᾷ κριθεὶς εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης N. 7.7
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν N. 9.54
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν I. 1.22
εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν (ἀρετά, ἀρεταί Σ̆{γρ}.) I. 1.41μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν I. 2.44
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.17
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ sc. the Aiginetans with their ships I. 9.6c reputation, renown for prowess, gloryἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα O. 7.89
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ (v. l. — ίου)φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
αὔξεται δ' ἀρετά (sic codd., v. αὔξεται) N. 8.40ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει I. 3.13
καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν I. 4.13
d pl., deeds of prowess, achievements, exploitsἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς O. 1.89
στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων O. 3.43
τόνδε κῶμον χρονιώτατον φάος εὐρυσθενέων ἀρετᾶν O. 4.10
ὑψηλᾶν ἀρετᾶν καὶ στεφάνων ἄωτον δέκευ O. 5.1
ἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται O. 5.15
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.9
τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται O. 6.72
θάλλει δ' ἀρεταῖσιν O. 9.16
τέλλεται καὶ πιστὸν ὅρκιον μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων O. 13.15
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.51
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι βροτέαις ἀρεταῖς P. 1.41
v. P. 5.98 supra b.ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22
ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ἀεθλονικία δὲ μάλιστ' ἀοιδὰν φιλεῖ, στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν N. 3.8
παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς γέγαθε Πηλεὺς ἄναξ N. 3.32
μυριᾶν δ' ἀρετᾶν ἀτελεῖ νόῳ γεύεται N. 3.42
ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν N. 7.51
φλέγεται δ (sc. Ἄργος)ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.2
Ζεῦ, μεγάλαι δ' ἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
ὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφαναςἸσθμίοις, ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν I. 5.45
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.11
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν (hypallage: exploits in the games of Greece.)Πα.. 22. ]ειν ἀπείρονας ἀρετὰς[ Αἰακ]ιδᾶν Pae. 6.176
e fragg. ]ἀρετα[ Pae. 8.89
]ἀρετάν τε νέμεις[ ?fr. 333d. 25. -
20 ἀρετή
ἀρετή ( ἀρι –, ἀρείων, ἄριστος, Ἄρης, vgl. ἀρεί. ων), ἡ, Tugend, nicht im christl., sondern im Griech. Sinne; Vortrefflichkeit, Güte, Vorzug, von Geist u. Leib. Hom. Od. 17, 322 ἥμισυ γάρ τ' ἀρετῆς ἀποαίνυται εὐρυόπα Ζεὺς ἀνέρος, εὖτ' ἄν μιν κατὰ δούλιον ἦμαρ ἕλῃσιν. In diesem Sinne Hom. öfters von den Heroen; Iliad. 13, 237 συμφερτὴ δ' ἀρετὴ πέλει ἀνδρῶν καὶ μάλα λυγρῶν, Zenodot u. Aristophanes Byz. συμφερτὸς δὲ βίη, Aristarch συμφερτὴ δ' ἀρετή, s. Scholl. Nicanor. u. Didym.; die Götter haben ἀρετή Iliad. 9, 498, Pferde 23, 276 (vgl. Aristot. Eth. 2, 5 Xen. Hier. 2, 2), Penelope Od. 2, 206. 24, 197, die Füße eines Mannes Iliad. 20, 411; ὄφρ' ἀρετὴν παρέχωσι ϑεοὶ καὶ γούνατ' ὀρώρῃ Od. 18, 133; κρείσσων ἀρετῇ τε βίῃ τε Iliad. 23, 578; τῶν περ καὶ μείζων ἀρετὴ τιμή τε βίη τε 9, 498; ἐμὴν ἀρετὴν εἶδός τε δέμας τε ὤλεσαν ἀϑάνατοι Od. 18, 251. 19, 124; ἀλλὰ καὶ ἔνϑεν ἐμῇ ἀρετῇ βουλῇ τε νόῳ τε ἐκφύγομεν 12, 211; οὕτω γάρ κέν μοι ἐυκλείη τ' ἀρετή τε εἴη ἐπ' ἀνϑρώπους 14, 402; auffallende Vbdg σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν Od. 24, 193; Plural dreimal: πόσιν παντοίῃς ἀρετῇσι κεκασμένον Od. 4, 725. 815; τοῦ γένετ' ἐκ πατρὸς πολὺ χείρονος υἱὸς ἀμεί-νων παντοίας ἀρετάς, ἠμὲν πόδας ἠδὲ μάχεσϑαι, καὶ νόον ἐνπρώτοισι Μυκηναίων ἐτέτυκτο Iliad. 15, 642. Auch bei Herod. Tapferkeit, Muth, 8, 92; ἀρετὰς ἀποδείκνυσϑαι, Heldenthaten vollbringen, 1, 176. 9, 40; ἀρετὰς πράσσειν, Großthaten verrichten, Pind. I. 5, 11; vgl. Plat. Rep. X, 618 b; ἐπὶ γένεσι καὶ προγόνων ἀρεταῖς καὶ ῥώμῃ τῆς πόλεως Menex. 243 c; Xen. Cyr. 4. 1, 5, u. sonst auch Sp. Vorzüglichkeit, Trefflichkeit, χώρη ἀρετὴν ἄκρη Her. 7, 5, wie γῆς Thuc. 1, 2; Plat. Critia 110 e 117 b u. Sp., wie Pol. 2, 15, 1 u. öfter; ἅρματος Xen. Hier. 11, 5; σώματος ἀρετή, ὑγίεια Plat. Gorg. 479 b; Arist. rhet. 1, 3; Schönheit, Xen. Cyr. 5, 1, 4; ὀφϑαλμῶν, ὤτων Plat. Rep. 1, 353 b; ἑκἀστου σκεύους καὶ ζώου X, 601 d; κυνῶν, ἵππων I, 335 b u. sonst. Bei den Att. wird aber die moralische Bedeutung, Tugend, vorherrschend, u. bleibt es bei den Spätern; bes. Tüchtigkeit des Sinnes u. des Handelns vereinigt. Dah. geistiger Vorzug, ἀρεταί, vortreffliche Eigenschaften übh.; Plat. spricht auch von ἀρετὴ τεκτονική, πολιτική, Kunst u. Fertigkeit, Prot. 322 d; κυβερνητική Alc. I, 135 a; δικαστοῦ Apol. 18 a. d. i. die Pflicht. Bei Thuc. 3, 58 ἡ ἀρετὴ ἡ ἐς τοὺς Ἕλληνας, Verdienst; ebenso ἡ περὶ ἐμὲ ἀρετή Xen. An. 1, 4, 8; ἀρετῆς καὶ δόξης λόγος Dem. 19, 142; Auszeichnung, φέρει εἰς τοὺς πολλοὺς ἀρετήν Thuc. 1, 38; Harpocr. erkl. dah. εὐδοξία; vgl. B. A. 443 u. Soph. Phil. 1420 ἀϑάνατον ἀρετὴν ἔσχον.
См. также в других словарях:
Ἀρέτας — Ἀρέτᾱς , Ἀρέτας masc acc pl (doric aeolic) Ἀρέτᾱς , Ἀρέτας masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετᾶς — Ἀρετή fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρετᾶς — ἀρετᾶ̱ς , ἀρετάω thrive pres ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρετή goodness fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρετᾷς — ἀρετάω thrive pres subj act 2nd sg ἀρετάω thrive pres ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετάς — Ἀρετά̱ς , Ἀρετή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρετάς — ἀρετά̱ς , ἀρετή goodness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέτας — ἀ̱ρέτᾱς , ἀρετάω thrive imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρέτᾱς , ἀρετάω thrive imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρέτας ή Αρέθας — Όνομα ηγεμόνων των Ναβαταίων της Πετραίας Αραβίας, ΒΔ της Αραβικής χερσονήσου. 1. Α. Γ’ ο Φιλέλλην (85 60 π.Χ.). Πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ (65 π.Χ.). 2. Α. Δ’ ο Φιλόπατρις (7 – περ. 40 μ.Χ.). Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του τετράρχη της Γαλιλαίας… … Dictionary of Greek
Αρετάς, Μιχαήλ — (19ος αι.).Πλοίαρχος από την Κρήτη, γνωστός και ως Άρης. Με το πλοίο του κατασκόπευε το μικρό αλλά οχυρωμένο νησάκι Γραμβούσα, που βρίσκεται στη βορειοδυτική άκρη της Κρήτης, εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία του με τον Τούρκο φρούραρχο της Γραμβούσας … Dictionary of Greek
Ἀρετᾶν — Ἀρέτας masc gen pl (doric aeolic) Ἀρετή fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρετῶν — Ἀρέτας masc gen pl (doric aeolic) Ἀρετή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)