Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φεύξομαι

См. также в других словарях:

  • φεύξομαι — φεύγω flee fut ind mid 1st sg φεύζω cry aor subj mid 1st sg (epic) φεύζω cry fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύξομ' — φεύξομαι , φεύγω flee fut ind mid 1st sg φεύξομαι , φεύζω cry aor subj mid 1st sg (epic) φεύξομαι , φεύζω cry fut ind mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»