Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀοιδήν

См. также в других словарях:

  • Ἀοιδήν — Ἀοιδή fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδήν — ἀοιδή song fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… …   Dictionary of Greek

  • Рапсоды — (ραψωδί) исполнители и, может быть, творцы древнегреческих эпических песен. Вопрос о происхождении рапсодов и их первоначальной деятельности представляется спорным. Древнейшее свидетельство (Геродот, V, 67) относится к 607 г. до Р. X., когда… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ORGANICA — Musices illa pars est, quae Instrumentis peragitur, quô Musices genere qui defungirur, psallere dicitur. Nempe ore quidem canimus, fidibus vel alio Organo psallimus. Cicero Invectivâ in Catilin. 2. Pueri tam delicati non solum amare et amari,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THEOGONIA — Graece Θεογονία, nobile Hesiodi Poema, quô Deorum Gentilium ortum et genirores prosequutus est. Lutatius ad Papinum, Theb. l. 4. v. 482. Quidam volunt, non filium Iovis Mercurium, sed Pyrrhae, in qua opinione et Hesiodus versatur, in his libris,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένθεν — (AM ἔνθεν) επίρρ. (δεικτ.) 1. (για τόπο) από εκεί, απ αυτό το μέρος («τοὺς δ ἔνθεν ἀναστήσας ἄγεν ἥρως», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἔνθεν καὶ ἔνθεν» απ’ εδώ κι απ εκεί («ἔνθεν και ἔνθεν ἐπορεύοντο οί ὁπλοφόροι», Ξεν.) β) «ἔνθεν κἀκεῑθεν» απ εδώ και απ… …   Dictionary of Greek

  • επιφρονώ — ἐπιφρονῶ, έω (Α) 1. είμαι ευφυής, συνετός, στοχαστικός 2. (κατά τον Πλάτωνα) επικλείω*, κατακλείω, στον ομηρ. στίχο «ὡς τὴν ἀοιδὴν μᾱλλον ἐπικλείουσ’ ἄνθρωποι», αντί «ἐπιφρονέουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φρονώ (< φρήν), τ. που εμφανίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ιάχω — ἰάχω (Α) 1. φωνάζω δυνατά, βγάζω κραυγή (α. «Ἀργεῑοι δὲ μέγα ἴαχον», Ομ. Ιλ. β. «πρὸς κόλπον... τιθήνης ἐκλίνθη ἰάχων», Ομ. Ιλ. γ. «θυμὸν ἀκηχέμεναι μεγάλ ἴαχον», Ομ. Ιλ.) 2. απαγγέλλω κάτι πολύ δυνατά («κᾱρυξ ἴαχεν βάθροις», Ευρ.) 3. ηχώ, αντηχώ …   Dictionary of Greek

  • ιμερόεις — ἱμερόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που διεγείρει πόθο, επιθυμία, ο θελκτικός (α. «ἱμερόεντα ἔργα γάμοιο», Ομ. Ιλ. β. «χροὸς ἱμερόεντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἱμερόεσσαν ἀοιδήν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἱμερόεις γόος» η ανάγκη να ξεσπάσει κάποιος σε κλάμα και θρήνο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»