Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γραπτήρ

См. также в других словарях:

  • γραπτήρ — γραπτήρ, ο (Α) [γράφω] ο συγγραφέας …   Dictionary of Greek

  • γραπτῆρα — γραπτήρ writer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραπτῆρας — γραπτήρ writer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφω — (AM γράφω) 1. αποδίδω λέξεις με γράμματα τού αλφαβήτου 2. ζωγραφίζω 3. γράφω επιστολή 4. καταχωρίζω σε κατάλογο 5. εγγράφω, κατατάσσω σε σχολείο κ.λπ. νεοελλ. 1. ξέρω να γράφω 2. συγγράφω, δημοσιεύω 3. κληροδοτώ, μεταβιβάζω την κυριότητα ακινήτου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»