Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γράφος

См. также в других словарях:

  • γράφος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • γράφει — γράφος neut nom/voc/acc dual (attic epic) γράφεϊ , γράφος neut dat sg (epic ionic) γράφος neut dat sg γράφω scratch pres ind mp 2nd sg γράφω scratch pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γράφη — γράφος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γράφος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γράφω scratch aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφεῖσι — γράφος neut dat pl (attic epic) γράφω scratch aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφεῖσιν — γράφος neut dat pl (attic epic) γράφω scratch aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφέων — γράφος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) γραφεύς painter masc gen pl γραφέω̆ν , γραφεύς painter masc gen pl γραφή representation by means of lines fem gen pl (epic ionic) γραφής masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραφῶν — γράφος neut gen pl (attic epic doric) γραφή representation by means of lines fem gen pl γραφής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόγραφος — κακόγραφος, ον (AM) κακογραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γραφος*, πρβλ. αυτό γραφος, νεό γραφος, ομοιό γραφος (βλ. και κακογράφος)] …   Dictionary of Greek

  • κλησίγραφος — και κλησιγράφος, ὁ (Μ) αυτός που γράφει τις κλήσεις, τις διαταγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆσις + γράφος / γραφος (< γράφω), πρβλ. δικο γράφος, ιδιό γραφος] …   Dictionary of Greek

  • ζωγράφος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Γιατρός που καταγόταν από τα Καλάβρυτα, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Πάντοβα της Ιταλίας και μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820, από τον μητροπολίτη Αθηνών, Διονύσιο. Κατά τη διάρκεια της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»