Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διάγραμμα

См. также в других словарях:

  • διάγραμμα — figure marked out by lines neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγραμμα — το 1. σχεδιάγραμμα ενός αντικειμένου: Παραγγείλαμε σε μηχανικό το διάγραμμα του οικοπέδου μας. 2. γραφική παράσταση της πορείας και των μεταβολών που υφίσταται μια κατάσταση ή ένα φαινόμενο: Σε όλα τα νοσοκομειακά κρεβάτια υπάρχει κρεμασμένη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που …   Dictionary of Greek

  • ιστόγραμμα ή ιστορική παράσταση — Διάγραμμα που παριστάνει τη γραφική παράσταση κατανομών συχνότητας. Το ι. είναι πολύ χρήσιμο για την παράσταση ασυνεχών ιστορικών σειρών. Για παράδειγμα, στον πρώτο πίνακα, στον οριζόντιο άξονα είναι σημειωμένα τα ακαδημαϊκά έτη από το 1945 46… …   Dictionary of Greek

  • διαγραμμάτων — διάγραμμα figure marked out by lines neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμμασι — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμμασιν — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμματα — διάγραμμα figure marked out by lines neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμματι — διάγραμμα figure marked out by lines neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγράμματος — διάγραμμα figure marked out by lines neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»