Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γραμμίζω

См. также в других словарях:

  • γραμμίζω — (Μ γραμμίζω) [γραμμή] χαράσσω γραμμές μσν. στολίζω …   Dictionary of Greek

  • γεγραμμισμένων — γραμμίζω perf part mp fem gen pl γραμμίζω perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμίζειν — γραμμίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • γραμμίστρια — και γραμμίστρα, η [γραμμίζω] βαμμένο νήμα για χάραξη έγχρωμων ευθειών γραμμών πάνω σε τοίχους …   Dictionary of Greek

  • γραμμιστήρι — το [γραμμίζω] η γραμμίστρια …   Dictionary of Greek

  • γραμμιστής — (grammistes).Γένος ψαριών του αθροίσματος των ακανθοπτερυγίων, της οικογένειας των περκιδών. Τα ψάρια αυτά έχουν πλατύ και μάλλον κοντό σώμα, μεγάλο στόμα, ανεπτυγμένα στηθιαία πτερύγια και ουρά στρογγυλή. Ζουν στις θερμές θάλασσες και το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»