Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄγραφος

См. также в других словарях:

  • άγραφος — άγραφος, η, ο και άγραφτος, η, ο 1. εκείνος που δεν είναι γραμμένος: Του έδωσε ένα άγραφο χαρτί. 2. αυτός που δεν έχει γράψει: Έχω ακόμη άγραφα τα μαθηματικά μου. 3. απροσδόκητος: Αυτό είναι απ τ άγραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄγραφος — unwritten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • τερ(ρ)αγράφος — ο, Ν εικονομετρογράφος μηχανικής προβολής …   Dictionary of Greek

  • ἀγράφως — ἄγραφος unwritten adverbial ἄγραφος unwritten masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγραφον — ἄγραφος unwritten masc/fem acc sg ἄγραφος unwritten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφοις — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφου — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφους — ἄγραφος unwritten masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφων — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγράφῳ — ἄγραφος unwritten masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»