-
1 γραμματεία
γραμματείᾱ, γραμματείαoffice of: fem nom /voc /acc dualγραμματείᾱ, γραμματείαoffice of: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 γραμματεια
-
3 γραμματεία
γραμματεία, ἡ, 1) das Amt eines Schreibers, Plut. Eum. et Sert. 1. – 2) die Literatur, VLL.
-
4 γραμματεία
-
5 γραμματεῖα
-
6 γραμματεία
γραμματεία, (1) das Amt eines Schreibers. (2) die Literatur -
7 γραμματεία
η1) должность секретаря; секретарство; 2) кабинет секретари, секретариат; канцелярия; 3) ист. министерство; 4) уст. литература; 5) уст. образование, просвещение -
8 γραμματεία
-ας ἡ N 1 0-0-0-1-1=2 Ps 70(71),15; Sir 44,4learning; neol. -
9 γραμματεία
[грамматиа] ουσ θ секретариат, канцелярия, просвещение. -
10 γραμματεία
γραμμᾰτ-εία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματεία
-
11 ὑπο-γραμματεία
ὑπο-γραμματεία, ἡ, das Amt des ὑπογραμμα-τεύς, Plut. X oratt. 6 g. E.
-
12 γραμματείας
γραμματείᾱς, γραμματείαoffice of: fem acc plγραμματείᾱς, γραμματείαoffice of: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 γραμματείαν
γραμματείᾱν, γραμματείαoffice of: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 γραμματειον
τό1) дощечка для письма, писчая табличка Arph., Plat., Plut.2) список, роспись, перечень3) судебный документ, протокол(μαρτυρεῖν ἐν γραμματείῳ Dem.)
4) текст завещания Dem.5) приходо-расходная книга Isae., Dem.6) договор, соглашение(εἰς γ. γράφειν Lys.)
7) канцелярия, секретариатὁ ἐπὴ τοῦ γραμματείου Polyb. — служащий канцелярии, писец
-
15 γραμματεῖον
γραμματεῖον, τό, Schreibtafel, Plat. Prot. 326 d; Plat. com. bei Poll. 7, 210; – Schrift, bes. gerichtliches Dokument, Antiph. 5, 54, wo die mss. γραμμάτιον haben; μαρτυρεῖν ἐν γραμματείῳ Dem. 45, 44. 47, 8; Testament, ἐπειδὰν ἀνοιχϑῇ τὸ γρ. Dem. 44, 37; Rechnungsbuch, εἰς γρ. γράφειν Lys. 4, 3; Is. 1, 25; ἐς τὸ κοινὸν γρ. γράφειν 7, 16; vgl. Ar. Nubb. 19; γραμματεῖα ληξιαρχικά, Bürgerlisten in Athen, vom Demarchen geführt, inwelche der Jüngling, wenn er mündig war, eingeschrieben wurde, um seine bürgerlichen Rechte antreten zu können, Hermann griech. Staatsalterth. §. 123, 5. – Bei Poll. 9, 41 = Elementarschule, vgl. Ath. V, 210 f.
-
16 μάλθα
μάλθα, ἡ, auch μάλϑη, vgl. Lob. Phryn. 438, Wachs mit Pech vermischt, womit man z. B. den Schiffskiel überzog, um ihn wasserdicht zu machen, s. Harpocr.; welches Wachs, κηρὸς μεμαλαγμένος, VLL., B. A. 278 ist hinzugefügt ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον, ᾡ τὰ γραμματεῖα πράττεται; bes. also von dem Wachs der Schreibtafeln, ἐν μάλϑῃ γεγραμμένην τὴν μαρτυρίαν, Dem. 46, 11, wo bemerkt wird, daß man darin leichter als bei einer andern Schrift, ἐν λευκώματι, Etwas ändern könne. – Auch ein großes, weiches Seethier, Ael. H. A. 9, 49; μάλϑη ϑ' ἡ μαλακῇσιν ἐπώνυμος ἀδρανίῃσιν, Opp. Hal. 1, 371.
-
17 υπογραμματεια
-
18 γραμματείαι
-
19 γραμματεῖαι
-
20 πινάκιον
A small tablet on which the δικασταί wrote their verdict,π. τιμητικόν Ar.V. 167
, cf. Arist.Pol. 1268a2;εὶς π. γράφειν Pl.Lg. 753c
; also used in drawing lots for offices, D.39.12; π. πύξινον, given to dicasts as badge of office, Arist.Ath.63.4.2 notice-board on which laws, decrees, etc. were written, Ar.Av. 450, Plu.Per.30, etc.;ἐν πινακίῳ λελευκωμένῳ IG22.1237.62
, cf. 12.66.31; also for notices of charges against officials, Arist.Ath.48.4, cf. D.8.28, PHal.1.225 (iii B. C.);ἀναγράψαντες ἐμ π. τὸ μέτρον τοῦ καρποῦ IG12.76.27
.3 tablets, memorandum book, τά τε π. καὶ τὰ γραμματεῖα ib.91.11;π. ὀνειροκριτικόν Plu.Arist.27
.4 votive tablet, IG22.1388.57.II tablet for painting upon, τὰ τῶν ζωγράφων π. Thphr. HP3.9.7, cf. Inscr.Délos 290.100 (p.191, iii B.C.), Luc.Im.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πινάκιον
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γραμματεία — γραμματείᾱ , γραμματεία office of fem nom/voc/acc dual γραμματείᾱ , γραμματεία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεία — η 1. τοαξίωμα του γενικού γραμματέα. 2. το γραφείο του γενικού γραμματέα: Συμπλήρωσα το έντυπο και το κατάθεσα στη γραμματεία. 3. το σύνολο των γραπτών μνημείων ενός έθνους: Μεσαιωνική γραμματεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματεία — Στη γενική της έννοια γ. ενός έθνους είναι το σύνολο των γραπτών μνημείων, ακόμα και εκείνα που αναφέρονται στον ιδιωτικό βίο. Στη στενότερη έννοια, γ. είναι οι ανώτερες εκδηλώσεις της πνευματικής ζωής του έθνους, τόσο στις επιστήμες όσο και στη… … Dictionary of Greek
γραμματεῖα — γραμματεῖον that on which one writes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
γραμματείας — γραμματείᾱς , γραμματεία office of fem acc pl γραμματείᾱς , γραμματεία office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματείαν — γραμματείᾱν , γραμματεία office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματεῖαι — γραμματεία office of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
General Secretariat for Macedonia and Thrace — Γενική Γραμματεία Μακεδονίας Θράκης … Wikipedia