-
1 γραμματικη
ἥ1) (sc. τέχνη или ἐπιστήμη) учение о письме и чтении, словесность, грамматика ( в широком смысле) Plat., Arst.2) умение читать и писать, грамота(ἄπειρος γραμματικῆς Polyb.)
3) письмена, алфавит(τὰ γράμματα τῆς μετ΄ Εὐκλείδην γραμματικῆς Plut.)
-
2 γραμματική
-
3 γραμματικῇ
-
4 γραμματική
η грамматика -
5 γραμματική
γραμματικόςknowing one's letters: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 'γραμματική
[грамматики] ουσ θ грамматика. -
7 γραμματική
grammaire -
8 γραμματικα
-
9 προ-φῆτις
προ-φῆτις, ιδος, ἡ, fem. von προφήτης; Eur. Ion 42. 321; ἡ ἐν Δελφοῖς, Plat. Phaedr. 244 a; ἡ πρ. γραμματικὴ αὐτῶν, S. Emp. adv. gramm. 279.
-
10 πέρπερος
πέρπερος, 2 Endgn, windbeutelig, leichtsinnig, bes. von geschwätzigen, eiteln Menschen, die mit Etwas großthun, bes. wie ἀλαζών, mit etwas Lügenhaftem, von ihnen selbst Ersonnenem; καὶ λάλος, Pol. 32, 6, 5. 40, 6, 2; vgl. Schol. Soph. Ant. 334, ἡ πέρπερος καὶ περιεργοτέρα γραμματική, S. Emp. adv. gramm. 54.
-
11 γραμματικός
γραμματικός, 1) die Buchstaben betreffend, bes. richtig lesend u. schreibend, in den Elementarkenntnissen gut unterrichtet, Plat. Theaet. 207 b Rep. III, 402 b; Xen. Mem. 4, 2, 20, wo ἀγράμματος Ggstz. Ueber ἔκπωμα γρ. s. Ath. XI, 467 c. – 2) der sich mit Wort- u. Sacherklärung der alten Schriftsteller abgiebt, die Jugend darin unterrichtet; Sprachkenner, Sprachforscher, bes. bei Alexandrinern; Elementarlehrer Plut. discr. ad. et am. 25; – ἡ γραμματική, sc. τέχνη, die Kenntniß richtig zu schreiben und zu lesen, Plat. Crat. 431 e; übh. die Wissenschaft des γραμματικός, vgl. Wolf Proleg. LXIV; bes. in Schol.; das Alphabet, Plut. Arist. 1. – Adv. γραμματικῶς, z. B. λέγειν Plat. Theaet. 207 b.
-
12 βαρύ-μοχθος
βαρύ-μοχθος, schwere Drangsale duldend, mühselig, Soph. O. C. 1231; oft in Anth., z. B. Ἀλκίδης Ep. ad. 288 ( Plan. 102); γραμματική Pallad. 45 (X, 97).
-
13 δεκτρια
ἡ принимающая, дающая приют (шутл. πάντων δ. Γραμματική Anth.) -
14 Διονυσιος
I3II(ῡ) ὅ Дионисий1) Δ. ὅ Πρότερος или ὅ Πρεσβότερος Дионисий Старший, сын Гермократа, тиранн сиракузский с 405 г. по 367 г. до н.э. Xen., Arst., Polyb., Plut.2) Δ. ὅ Ὕστερος, ὅ Νεώτερος, ὅ Νέος или ὅ Δεύτερος Дионисий Младший, сын и преемник предыдущего, тиранн сиракузский с 367 г. по 343 г. до н.э. Arst., Diod., Plut.3) Δ. ὅ Ἁλικαρνασσεύς Дионисий Галикарнасский, греч. историк и филолог, проживавший в Риме с 29 г. до н.э. до своей смерти в 9 г. до н.э., автор Ῥωμαϊκέ ἀρχαιολογία, Τέχνη ῥητορική, Περὴ τοῦ Θουκυδίδου χαρακτῆρος и др.,4) ὅ Θρᾷξ Дионисий Фракиец, греч. грамматик I в. до н.э., автор Τέχνη γραμματική -
15 παχυτης
1) толщина(τοῦ δέρματος Her.)
2) тучность, грузность(τοῦ ἐλάφου Arst.)
3) густота(τῶν τριχῶν Arst.)
4) плотность(γάλακτος Arst.)
5) тупость, невежественность(π. γραμματική Sext.)
-
16 προφητις
- ιδος ἥ1) провозвестница(τῆς ἀληθείας Diod.)
2) прорицательница(ἥ ἐν Δελφοῖς π. Plat.)
3) истолковательница(ἥ π. γραμματική, sc. τῶν ποιητῶν Sext.)
4) пророчица NT. -
17 ανάλυση
[-ις (-εως)] η в разн. знач анализ;ανάλυση του αίματος — анализ крови;
ανάλυση λογοτεχνικού έργου — анализ литературного произведения;
γραμματική ανάλυση — грамматический анализ;
κάνω ανάλυση — делать анализ; — анализировать, подвергать анализу
-
18 γραμματικήι
-
19 γραμματικῆι
-
20 βαρύμοχθος
βᾰρύ-μοχθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύμοχθος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γραμματική — Μελέτη των κανόνων μιας γλώσσας και ιδιαίτερα του μορφολογικού μέρους της (πτώσεις, κλίσεις κλπ.). Εφόσον η διδασκαλία και η εκμάθηση ενός οποιουδήποτε κανόνα της ορθής ομιλίας προϋποθέτει την περιγραφή μιας καθορισμένης γλωσσικής κατάστασης, ο… … Dictionary of Greek
γραμματική — η 1.η επιστήμη που ερευνά τη γλώσσα ενός λαού και μελετά τους κανόνες που τη ρυθμίζουν. 2. βιβλίο που περιλαμβάνει τους κανόνες μιας γλώσσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματικῇ — γραμματικός knowing one s letters fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματική — γραμματικός knowing one s letters fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gramática de la lengua común de los griegos — Γραμματικῆ τῆς κοινῆς τῶν Ἑλλήνων Γλώσσης Gramática de la lengua común de los griegos Autor Nikoláos Sofianós Tema(s) Gramática griega Publicado en … Wikipedia Español
γραμματικῆι — γραμματικῇ , γραμματικός knowing one s letters fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματικός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 28 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ωλένης. * * * ή, ό (AM γραμματικός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα γράμματα ή στη γραμματική («γραμματικοί κανόνες», «γραμματικές παρατηρήσεις»,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Τριανταφυλλίδης, Μανόλης — (Αθήνα 1883 – 1959). Έλληνας γλωσσολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από το πανεπιστήμιο της Αθήνας συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη και στο Μόναχο, όπου το 1909 πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα με την εργασία του Οι δάνειες λέξεις της… … Dictionary of Greek
φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… … Dictionary of Greek
Nikoláos Sofianós — o Nikolaos Sophianos (en griego Νικολάος Σοφιανός) fue un humanista, gramático y cartógrafo griego del Renacimiento. Nació en Corfú hacia 1500 y murió en Venecia después de 1551.[1] Se le conoce sobre todo por ser el primer autor conocido de una… … Wikipedia Español