-
1 γράφεα
-
2 γραφέα
γραφέᾱ, γραφεύςpainter: masc acc sgγραφήςmasc acc sg (epic ionic) -
3 γραφέας
γραφέᾱς, γραφεύςpainter: masc acc pl -
4 παρα-γραφή
παρα-γραφή, ἡ, das Daneben- oder Dabeigeschriebene, bes. ein kritisches Zeichen; ὁ τὰ νόϑα ἐπισημηνάμενος τῶν ἐπῶν τῇ παραγραφῇ τῶν ὀβελῶν, Luc. pro imag. 24; bes. ein grammatisches Zeichen der Interpunction, δεῖ δήλην εἶναι τὴν τελευτὴν μὴ διὰ τὸν γραφέα, μηδὲ διὰ την παραγραφήν, ἀλλὰ διὰ τὸν ῥυϑμόν, Arist. rhet. 3, 8; vgl. Ath. X, 453 c; Schol. u. Gramm.; sonst ein Zeichen, ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς παραγραφῆς ἀνάγνωϑι, Isocr. 15, 59; s. Harpocr., der auch eine Stelle der Art aus Hyperid. anführt. – Im attischen Recht, ein Einwand gegen die Gültigkeit einer Klage, Exception, nach Poll. 8, 57 ὅταν τις μὴ εἰςαγώγιμον εἶναι λέγῃ τὴν δίκην, ἢ ὡς κεκριμένος ἢ ὡς ἀφειμένος, ἢ ὡς τῶν χρόνων ἐξηκόντων –, ἢ ὡς οὐ παρὰ τούτοις κρίνεσϑαι δέον; ein Beispiel ist Dem. or. 32; vgl. 21, 84; εἰ μὲν καὶ ἄλλοι τινὲς ἦσαν ἠγωνισμένοι τοια ύτην παραγραφήν, Isocr. 18, 1. S. auch Hermogen. de stas. 3 p. 18. – Als Redefigur, kurze Wiederholung des Vorhergehenden, um zu etwas Anderem überzugehen, Rhett.; vgl. Schol. Il. 16, 1.
-
5 γράφος
-
6 γράφω
Grammatical information: v.Meaning: `scratch, write' (Il. [Aor.]).Other forms: Aor. γράψαιDialectal forms: γρόφω (Melos)Compounds: Often with prefix: ἀνα-, ἐπι-, συν- etc. Many compounds with - γράφος as 2nd member; the paroxyt. are `passive', ἄγραφος `not written'.Derivatives: γραπτύες f. pl. `scratching' (ω 229); γραφή `id.' also `prosecution' (Ion.-Att.; γροφά Epid.), γραφικός; γράφεα n. pl. = γράμματα (Arcad., El.); γράφημα = γράμμα (AB); γραμμή `line' (Pi.), γραμμικός `linear, geometric' (Gal.), γραμμιαῖος `id.' (Dam.), γραμμώδης (Thphr.); γραμμιστήρ a chirurg. instrument (medic., cf. βραχιον-ιστήρ) and γραμμιστός (Eust.; γραμμίζω uncertain in Eust. 633, 63). γράμμα, pl. - ατα `line, writing, letter' (Ion.-Att.); also γράσσμα (Arc.; \< *γράφ-σμα), γράθματα (Arg.) and γρόππατα (Aeol., Balbilla); s Schwyzer 317 Zus. 1 and 523f., and Fraenkel Philol. 97, 163f. - On διάγραμμα Bikerman Rev. de phil. 64, 295ff. - From γράμμα γραμμάτιον (Luc.), γραμμάριον `weight of 2 oboles' (Aët.; γραμματεύς `writer, secretary' (Att.) with γραμματεύω and γραμματεῖον `writing table etc.', γραμματ(ε)ίδιον; γραμματεία `secretariate' (pap., Plu.); - γραμματικός, γραμματικεύομαι (AP); f. γραμματική ( τέχνη) `grammar etc.'; γραμματιστής `secretary, teacher' (Ion.-Att.), (Herod., Messen. Boeot.) ; γραμματιστική `elementary education' (Phld.). - γραμμός `writing' (Hdn.). - γραφεύς, Dor. Arc. also γροφεύς `painter, writer' (Emp.), γραφεῖον `writing instrument' (Arist.). γραπτήρ `writer' (AP), γραπτεύς (Sch.). γραφίς `slate-pencil' (Pl.; γροφίς Epid.); γραφίσκος medic. instrument (Cels.). ἐπιγράβδην `scraping the surface' (Il.) shows the orifinal meaning. - Desid. γραψείω (Gloss.).Etymology: All forms have only the form γραφ-. The mainly Dorian form γροφ- ( γροφά, - ίς, - εύς, - εύω, σύγγροφος etc., is probably not an old o-vocalism, but a Greek variant of ρα from a zero grade (DELG). - Outside Greek there is a PIE. * gerbh-, in OE ceorfan `cut, carve', MHG kerben; further in Slavic, e. g. OCS žrěbьjь (* gerbʰ-) `(al)lot(ment' (prop. *`carved stick'?). A problem is γριφᾶσθαι, q.v.Page in Frisk: 1,325-326Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γράφω
См. также в других словарях:
γραφέα — γραφέᾱ , γραφεύς painter masc acc sg γραφής masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφέας — γραφέᾱς , γραφεύς painter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… … Dictionary of Greek
παραγραφεύς — ὁ, Α είδος γραφέα στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γραφεύς (< γράφω)] … Dictionary of Greek
παρεγκύκλημα — τὸ, Α 1. εμβόλιμο διαλογικό ή χορικό μέρος ανάμεσα στα επεισόδια ενός δράματος 2. σκηνικές οδηγίες γραμμένες από γραφέα ή σχολιαστή στο περιθώριο χειρογράφου ενός δραματικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκύκλημα] … Dictionary of Greek
υπογραφέας — ο / ὑπογραφεύς, έως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραφεύς Ν νεοελλ. 1. υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τα υπηρεσιακά έγγραφα 2. βαθμός υπαλλήλου, κατώτερος από τού γραφέα μσν. αρχ. ο ιδιαίτερος γραμματέας τού αυτοκράτορα αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
υπογραφίς — ίδος, ἡ, Α 1. η γραφίδα, η πένα, το εργαλείο τού γραφέα 2. είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γραφίς, ίδος (πρβλ. παρα γραφίς)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… … Dictionary of Greek
καλλιγραφικός — ή, ό επίρρ. ά ο γραμμένος με καλλιγραφία: Το κείμενο αυτό προδίδει τον καλλιγραφικό χαρακτήρα του γραφέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)