-
1 γραφη
ἥ1) писание, записывание, письменное изложение (sc. τῶν λόγων Plat.)γραφῇ τιθέναι τι Plat., Arst. — письменно излагать что-л
2) рисунок, изображениеἐγώ μιν οὐκ εἶδον εἰ μέ ὅσον γραφῇ Her. — я видел его только на рисунке;
ὡς ἐν γραφαῖς Aesch. — словно на картине;κατὰ γραφέν ἐκτετυπωμένος διαπεπρισμένος κατὰ τέν ῥῖνα Plat. — изображенный в профиль;θήρειος γ. Aesch. — изображение диких животных:γραφῇ κοσμέειν Her. — разрисовывать, расписывать3) очертания, контур, формаοἶός τίς ἐστι ἐς γραφέν ἕκαστος Hom. — (рассказать), какую форму имеет каждый
4) написанное, письмена, текст(δύσνιπτος ἐκ δέλτου γ. Soph.)
5) запись(ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ γράμματα καταβάλλεσθαι Dem. - ср. 12)
6) надпись (sc. ἐν τῇ πυραμίδι Diod.)7) письменное послание, письмо(τοσαῦτα ἥ γ. ἐδήλου Thuc.)
8) письменное условие, pl. соглашение, договор(περὴ συμμαχίας Arst.)
9) письменный перечень, список; подсчет; описание(τών εἴς τι δαπανωμένων Diod.)
10) записка, протокол, документ(ὑπογράφειν τι τῇ γραφῇ Plat.)
11) сочинение, книга(γ. ὑπομνημάτων Plut.)
12) (в атт. праве) письменная жалоба, исковое заявление, иск (преимущ. - в отличие от δίκη - по обвинению в преступлениях против государства)ψευδεῖς γραφὰς γράψαι Eur. — возвести ложные обвинения (ср. 5);
γραφέν κατασκευάζειν κατά τινος или ἐπί τινα Dem. — возбуждать судебное преследование против кого-л.;γραφέν γράφεσθαι Plat. — быть привлекаемым к судебной ответственности;γ. τινος Dem. — обвинение в чем-л.; -
2 γραφή
γραφή, ἡ, 1) die Schrift, δυςέκνιπτος ἐκ δέλτου Soph. Tr. 685; Eur.; Brief, Thuc. 1, 129; das Schreiben, γραμμάτων Plat. Euthyd. 279 e; γραφῇ τιϑέναι νόμους Legg. VII, 788 b; Luc. hist. scr. 61; bei Strab. 1 p. 31 u. Gramm. Lesart. Ueber den Unterschied zwischen γραφή und ἀνάγνωσις s. Sengebusch Offen. Brief an Rost S. 37. – 2) in att. Gerichtssprache, die Klageschrift, Anklage gegen einen Staatsverbrecher, vgl. δίκη, Herm. Staatsalterth. §. 135; Plat. Euthyphr. 2 a; γραφὴν γράφεσϑαι κατά τινος, bes. bei den Rednern häufig, mit dem gen. des Verbrechens, ἀστρατείας, λειποταξίου, παρανόμων u. ä., vgl. διώκειν, ἐςφέρειν, εἰςέρχεσϑαι u. ä. Übh. schriftliches Dokument, ψευδεῖς γραφαί Dem. 18, 55; Verzeichniß, D. Sic. 1, 64. – 3) Zeichnung, Gemälde, Malerei, Her. 2, 73; εἰκόνα ἡαυτοῠ, γραφῇ εἰκασμένην 3, 182; Aesch. Ag. 1329; Eur. Tr. 682; ζῷα ὑπὸ γραφῆς εἰργασμένα Plat. Tim. 19 b; ὥςπερ οἱ ἐν ταῖς στήλαις κατὰ γραφὴν ἐκτετυπωμένοι, im Profil, Conv. 193 a. Auch von Stickereien, Aesch. Ch. 231; ἀπὸ κερκίδος, Philostr.; so auch andere Sp.; auch vom Schmücken, Philostr.
-
3 γραφή
γραφεύςpainter: masc nom /voc /acc dualγραφεύςpainter: masc acc sgγραφήςmasc voc sg——————γράφωscratch: aor subj pass 3rd sgγραφῆι, γραφεύςpainter: masc dat sg (epic ionic)γραφήrepresentation by means of lines: fem dat sg (attic epic ionic)γραφήςmasc dat sg (attic epic ionic) -
4 γραφή
γραφή η1) письмо, писание (действие);2) Αγία Γραφή η — Священное Писание – богодухновенные книги Ветхого и Нового Заветов -
5 γραφή
γραφήrepresentation by means of lines: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 γραφή
-
7 γραφή
η1) письмо, писание (действие); искусство письма;της γραφης — письменный;
μαθαίνω γραφή — учиться писать;
σφηνοειδής γραφή — клинопись;
2) почерк;γραφή ευανάγνωστος — разборчивый почерк;
δείγμα γραφής — образец почерка какого-л. лица;
3) письмо, записка;4) грамота, письменность; § η (Αγία) Γραφή священное писание -
8 γραφή
γρᾰφ-ή, ἡ,A representation by means of lines: hence,I drawing, delineation, Hdt.4.36; κατὰ γραφήν in outline, cj. in Pl.Smp. 193a; also of painting,γραφῇ κοσμέειν Hdt.3.24
;εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη Id.2.182
; the art of drawing or painting, Pl.Plt. 277c, Ti. 19b.2 that which is drawn or painted, drawing, picture, ὅσον γραφῇ only in a picture, Hdt.2.73;πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς A.Ag. 242
(lyr.); σπόγγος ὤλεσεν γραφήν ib. 1329;μήτε ἄγαλμα μήτε γ. Arist.Pol. 1336b15
; also of embroidery, A.Ch. 232;γραφαὶ ἀπὸ κερκίδος Philostr.Im.2.5
.3 γ. παρειῶν painting, rouging the cheeks, Id.Ep.22.II writing or the art of writing, Pl.Phdr. 274b, etc.: pl., αἱ γ. τῶν δικῶν the registration of.., Arist.Pol. 1321b36; γραφαὶ περὶ συμμαχίας, of treaties, ib. 1280a40.2 that which is written, writing, S.Tr. 683, Agatho 4: hence, of various written documents, letter, Th.1.129: also in pl., E.IT 735; ψευδεῖς γ. spurious documents, ap.D.18.55 (but in E.Hipp. 1311 false statements); of published writings, τῶνφιλοσόφων Phld.Ir.p.73
W., cf. D.H.Orat.Vett.4; ἐν τῇ πρώτῃ γ. in the first book, Epicur.Nat.Herc.1431.16; written law, Pl.Lg. 934c; contract, PAmh.2.43.13 (ii B. C.): pl., copies of judgements delivered in court, IG12(2).526d8 ([place name] Eresos).b catalogue, list, return,ἱερῶν PTeb.88.2
(ii B. C.);τοῦ κατ' ἄνδρα OGI179.21
(Egypt, i B. C.);τὰς κατ' ἄνδρα γραφάς PTeb.27.7
(ii B. C.), etc.; price-list, D.S.1.91.c inscription, Th.1.134, IG12(5).679 ([place name] Syros), Epigr.Gr. 347 ([place name] Cios), D.C.37.21.d MS. reading, Str.1.2.25, Gal.15.430, Alex.Aphr.in Sens.9.29, Herm.in Phdr.p.154A., etc.3 the Holy Scripture, Aristeas 155, 2 Ep.Pet.1.20: pl., Ph.1.18, J.Ap.2.4, Ev.Matt.21.42, al.: also in sg., of a particular passage, Act.Ap.8.32, al.4 γ. φαρμάκου medical prescription, Gal.12.293, 13.638, 15.918.5 record-office, archive, IG11(2).203B101 (Delos, iii B. C.).2 criminal prosecution in the interest of the state (cf. Poll.8.41), , cf. Lys.1.44, Is.11.28, etc.;γραφὴν γράφεσθαι Pl.Lg. 929e
, etc.;γρ. γ. τινά Id.Euthphr.2b
, etc.;γ. ἀπενεγκεῖν Aeschin.3.217
;γραφήν τινος διώκειν τινά D.19.293
;πολλὰς γ. διώξας οὐδεμίαν εἷλεν Antipho 2.1.5
;γραφὴν ἁλῶναι Id.2.2.9
; γ. κατασκευάζειν κατά τινος, ἐπί τινα, D.21.103, 22.2; γ. εἰσέρχεσθαι, εἰσιέναι, appear before the court in a public prosecution, either as prosecutor or prosecuted, Id.18.105.3 generally, an ordinary public action, opp. to special forms (such as εἰσαγγελία, εὔθυναι, etc.),γραφάς, εὐθύνας, εἰσαγγελίας, πάντα ταῦτ' ἐπαγόντων μοι D.18.249
, cf. X.Ath.3.2, Lys.16.12. -
9 γραφῇ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γραφῇ
-
10 γραφὴ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γραφὴ
-
11 γραφή
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γραφή
-
12 γραφή
ἡ γραφή 1. письмо, документ; запись; 2. письменная жалоба или обвинение, поданные в суд -
13 γραφῆ
Βλ. λ. γραφή -
14 γραφῇ
Βλ. λ. γραφή -
15 γράφη
γράφοςneut nom /voc /acc pl (attic epic doric)γράφοςneut nom /voc /acc dual (doric aeolic)γράφωscratch: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic)——————γράφωscratch: pres subj mp 2nd sgγράφωscratch: pres ind mp 2nd sgγράφωscratch: pres subj act 3rd sg -
16 γράφῃ
Βλ. λ. γράφη -
17 γραφή
{сущ., 51}писание, текст.Ссылки: Мф. 21:42; 22:29; 26:54, 56; Мк. 12:10, 24; 14:49; 15:28; Лк. 4:21; 24:27, 32, 45; Ин. 2:22; 5:39; 7:38, 42; 10:35; 13:18; 17:12; 19:24, 28, 36, 37; 20:9; Деян. 1:16; 8:32, 35; 17:2, 11; 18:24, 28; Рим. 1:2; 4:3; 9:17; 10:11; 11:2; 15:4; 16:26; 1Кор. 15:3, 4; Гал. 3:8, 22; 4:30; 1Тим. 5:18; 2Тим. 3:16; Иак. 2:8, 23; 4:5; 1Пет. 2:6; 2Пет. 1:20; 3:16.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γραφή
-
18 γραφή
{сущ., 51}писание, текст.Ссылки: Мф. 21:42; 22:29; 26:54, 56; Мк. 12:10, 24; 14:49; 15:28; Лк. 4:21; 24:27, 32, 45; Ин. 2:22; 5:39; 7:38, 42; 10:35; 13:18; 17:12; 19:24, 28, 36, 37; 20:9; Деян. 1:16; 8:32, 35; 17:2, 11; 18:24, 28; Рим. 1:2; 4:3; 9:17; 10:11; 11:2; 15:4; 16:26; 1Кор. 15:3, 4; Гал. 3:8, 22; 4:30; 1Тим. 5:18; 2Тим. 3:16; Иак. 2:8, 23; 4:5; 1Пет. 2:6; 2Пет. 1:20; 3:16.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > γραφή
-
19 γραφή
писание, текст.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > γραφή
-
20 γραφή
См. также в других словарях:
γραφή — representation by means of lines fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
γραφή — η 1. απεικόνιση του λόγου με γράμματα, το γράψιμο: Δεν μπόρεσε να μάθει γραφή. 2. ο τρόπος σύμφωνα με τον οποίο γράφει κάποιος, ο γραφικός χαρακτήρας: Η γραφή του δεν είναι ξεκάθαρη. 3. το γράμμα, η επιστολή: Έστειλαν γραφή στο βασιλιά. 4.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραφῇ — γράφω scratch aor subj pass 3rd sg γραφῆι , γραφεύς painter masc dat sg (epic ionic) γραφή representation by means of lines fem dat sg (attic epic ionic) γραφής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραφῆ — γραφεύς painter masc nom/voc/acc dual γραφεύς painter masc acc sg γραφής masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφη — γράφος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) γράφος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) γράφω scratch aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γράφῃ — γράφω scratch pres subj mp 2nd sg γράφω scratch pres ind mp 2nd sg γράφω scratch pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμική γραφή — Αρχαία συλλαβογραφική γραφή που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι της Κρήτης. Διακρίνεται σε γ.γ. Α και σε γ.γ. Β. γ. γ. A. Η γραφή αυτή ήταν σε χρήση από τον 18o έως τον 15o αι. π.Χ. Τη χρησιμοποιούσαν για τις εμπορικές τους συναλλαγές και τη γραφή… … Dictionary of Greek
δωροξενίας γραφή — ή ξενίας γραφή (Α) καταγγελία εναντίον ξένου ότι δωροδόκησε Αθηναίους δικαστές προκειμένου να ανακηρυχθεί Αθηναίος πολίτης … Dictionary of Greek
εστράγγελος γραφή — η γραφικό σύστημα που αποτελείται από κράμα ελληνικού και συριακού αλφαβήτου, αλλιώς στρογγυλογράμματη ή στρογγύλη γραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. συρ. estragelāyē < ελλ. στρογγύλος] … Dictionary of Greek
Αγία Γραφή — Συλλογή βιβλίων ιερώνγια τους εβραίους και τους χριστιανούς. Είναι γνωστά και ως Άγιαι Γραφαί, Γραφαί, Γραφή, Ιερά Γράμματα και Βίβλος (το τελευταίο αυτό οφείλεται σε μεταγλώττιση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών όρων, οι oποίοι πάλι είναι μεταφορά της … Dictionary of Greek