-
1 γραμμός
γραμμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμμός
-
2 Γράμμος
-
3 περιφερό-γραμμος
περιφερό-γραμμος, mit einer kreisförmigen Linie umgeben, Ggstz ὀρϑόγραμμος, Arist. de coelo 2, 4.
-
4 πεντά-γραμμος
πεντά-γραμμος, von od. mit fünf Linien, Luc. pro lapsu 5. S. πεντέγρ.
-
5 πεντέ-γραμμος
πεντέ-γραμμος, = πεντάγραμμος, Soph. frg. 381, πεσσά, vgl. Lob. Phryn. 413.
-
6 ποικιλό-γραμμος
ποικιλό-γραμμος, mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλϑαι.
-
7 πολύ-γραμμος
πολύ-γραμμος, mit oder von vielen Linien, Streifen, Arist. H. A. 9, 2.
-
8 τετρά-γραμμος
τετρά-γραμμος, mit od. von vier Linien, Sp.
-
9 χρυσό-γραμμος
χρυσό-γραμμος, = χρυσογραφής 1, Sp.
-
10 καμπυλό-γραμμος
καμπυλό-γραμμος, krummlinig.
-
11 εὐθύ-γραμμος
εὐθύ-γραμμος, geradlinig, σχῆμα Arist. coel. 2 Meteor. 10, 2; τὸ εὐϑ., geradlinige Figur, Mathem., Plut.
-
12 εὔ-γραμμος
εὔ-γραμμος, mit schönen Linien, schön gezeichnet, Luc. Iup. Trag. 33 Nav. 40 u. a. Sp; τὸ εὔγραμμον, schöne Zeichnung, Luc. imag. 6. – Uebtr., scharf begränzt, z. B. περίοδοι, D. Hal.
-
13 μελανό-γραμμος
μελανό-γραμμος, mit schwarzen Linien, Strichen, Arist. bei Ath. VII, 313 c.
-
14 μονό-γραμμος
μονό-γραμμος, aus einer Linie bestehend, Sp.; auch = nur aus Linien bestehend, von Zeichnungen, die nur aus Linien bestehen, Umriß.
-
15 λεπτό-γραμμος
λεπτό-γραμμος, feinlinig, mit seinen Strichen, sein gerieben, βιβλίον Luc. Conviv. 17.
-
16 ὁμό-γραμμος
ὁμό-γραμμος, von, mit gleichen Linien, mit denselben Buchstaben, Luc. Hermot. 40.
-
17 ἄ-γραμμος
ἄ-γραμμος, ohne Linie, VLL.
-
18 ἐρυθρό-γραμμος
ἐρυθρό-γραμμος, mit rothen Linien, Ath. VII, 305 d 321 e.
-
19 ὑπο-γραμμός
ὑπο-γραμμός, ὁ, Vorschrift, Muster, Vorbild, N. T. u. a. Sp.; – παιδικοὶ ὑπογραμμοί, Vorschriften für die Kinder, in denen sämmtliche Buchstaben des Alphabets in Wörter zusammengestellt waren; Clem. Al. hat drei solcher Formeln aufbewahrt, μάρπτε σφὶγξ κλὼψ ζβυχϑηδόν, – βέδυ ζὰμψ χϑὼ πλῆκτρον σφίγξ, und κναξζβὶ χϑύπτης φλεγμὼ δρόψ, deren letzte dem Thespis zugeschrieben wurde, vgl. Bentl. opusc. philol. p. 492.
-
20 ἰθύ-γραμμος
ἰθύ-γραμμος, geradlinig, Sp.
См. также в других словарях:
Γράμμος — Oροσειρά του δυτικού κλάδου της βόρειας Πίνδου. Βρίσκεται στα βόρεια της οροσειράς του Λεσκοβικιού και η υψηλότερη κορυφή της είναι στα 2.520 μ. Από την οροσειρά αυτή περνά η οροθετική γραμμή Ελλάδας Αλβανίας. Η περιοχή της οροσειράς υπήρξε πεδίο … Dictionary of Greek
εύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὔγραμμος, ον) 1. καλλίγραμμος, με ωραίες αρμονικές γραμμές 2. καλά σχεδιασμένος, με ωραίο περίγραμμα αρχ. 1. αυτός που έχει προσεκτικά ολοκληρωθεί, διατυπωθεί («εὔγραμμοι περίοδοι τοῡ λόγου») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὔγραμμος ο καλλιγράφος … Dictionary of Greek
ιθύγραμμος — ἰθύγραμμος, ον (Α) ευθύγραμμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. εύ γραμμος, ευθύ γραμμος] … Dictionary of Greek
ισόγραμμος — η, ο αυτός που έχει ίσες γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. λεπτό γραμμος, μονό γραμμος] … Dictionary of Greek
καμπυλόγραμμος — η, ο (Α καμπυλόγραμμος, ον) (για σχήματα και επιφάνειες) αυτός που έχει καμπύλες γραμμές ή που περατώνεται σε καμπύλες γραμμές νεοελλ. 1. αυτός που σχηματίζεται με καμπύλες γραμμές ή που γίνεται κατά καμπύλη γραμμή («καμπυλόγραμμο τρίγωνο»,… … Dictionary of Greek
λεπτόγραμμος — η, ο (Α λεπτόγραμμος, ον) γραμμένος ή εικονογραφημένος με μικρά, λεπτά γράμματα, ψιλογραμμένος («ἀνεγίνωσκε... λεπτόγραμμόν τι βιβλίον» Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που οι γραμμές τού προσώπου του είναι λεπτές, λεπτοκαμωμένος 2.… … Dictionary of Greek
μελανόγραμμος — μελανόγραμμος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρες γραμμές ή ραβδώσεις («ὀρροπυγόστικτοι δὲ τῶν ἰχθύων μελάνουρος καὶ σαργός, πολύγραμμοί τε καὶ μελανόγραμμοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ομό γραμμος, ποικιλό… … Dictionary of Greek
Grammos (Berg) — Grammos (Γράμμος / Gramozi) Grammos. Südseite von Plikati aus gesehen. Höhe … Deutsch Wikipedia
Граммос — Γράμμος … Википедия
ευθύγραμμος — η, ο (ΑΜ εὐθύγραμμος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται ή κινείται σε ευθεία γραμμή («εὐθύγραμμος κίνησις» η κίνηση που γίνεται σε ευθεία γραμμή, Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευθύγραμμο (με ή χωρίς τη λέξη σχήμα) σχήμα που αποτελείται από ευθείες… … Dictionary of Greek
καλλίγραμμος — η, ο 1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα 2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ … Dictionary of Greek