-
1 γραμματιστης
- οῦ ὅ1) писец, письмоводитель, секретарь Her., Plat.2) преподаватель грамоты, школьный учитель Xen.ἐν γραμματιστοῦ Plat. — в школе
-
2 γραμματιστής
γραμματιστής, ὁ, Schulmeister, der im Lesen und Schreiben unterrichtet, Plat. Euthyd. 279 e 276 a ( περὶ γραμμάτων γραφῆς καὶ ἀναγνώσεως); Prot. 312 a 326 c; ἐν γραμματιστοῠ τὰ γράμματα γράφειν, in der Schule, Charm. 159 c; Xen. Conv. 4, 27 u. Folgde. – Bei Her. 3, 123. 128. 7, 100 u. sonst = γραμματεύς, vgl. Poll. 4, 19.
-
3 γραμματιστής
γραμματιστήςclerk: masc nom sg -
4 γραμματιστής
γραμματιστής, Schulmeister, der im Lesen und Schreiben unterrichtet -
5 γραμματιστής
γραμματοδιδάσκαλος ο1) учитель-практик (без педагогического образования); 2) недоучка -
6 γραμματιστής
A = γραμματεύς, clerk, registrar, Hdt.2.28, 3.123, IG7.1745 ([place name] Thespiae), SIG 529.4 (Dyme, iii B. C.), etc.: metaph., recorder, of memory (cf. ), Pl.Phlb. 39b.II one who teaches γράμματα, elementary schoolmaster, X.Smp.4.27, Pl.Prt. 312b, al., D.19.281, D.H.11.28, Diog.Oen.11, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γραμματιστής
-
7 γραμματισταί
γραμματιστήςclerk: masc nom /voc pl -
8 γραμματιστήν
γραμματιστήςclerk: masc acc sg (attic epic ionic) -
9 γραμμαδιδασκαλιδης
-
10 γραμματοδιδασκαλος
-
11 γραμμοδιδασκαλιδης
-
12 γραμματιστάς
γραμματιστά̱ς, γραμματιστήςclerk: masc acc plγραμματιστά̱ς, γραμματιστήςclerk: masc nom sg (epic doric aeolic) -
13 γραμματο-διδάσκαλος
γραμματο-διδάσκαλος, ὁ, = γραμματιστής, Plut. Alc. 7 u. a. Sp.
-
14 γραμματιστή
-
15 γραμματιστῇ
-
16 γραμματισταίς
-
17 γραμματισταῖς
-
18 γραμματιστού
-
19 γραμματιστοῦ
-
20 γραμματιστών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γραμματιστής — clerk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστής — ο (AM γραμματιστής) [γράμμα] γραμματοδιδάσκαλος αρχ. γραμματέας … Dictionary of Greek
γραμματισταῖς — γραμματιστής clerk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματισταί — γραμματιστής clerk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστοῦ — γραμματιστής clerk masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστῇ — γραμματιστής clerk masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστήν — γραμματιστής clerk masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστῶν — γραμματιστής clerk masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμματιστάς — γραμματιστά̱ς , γραμματιστής clerk masc acc pl γραμματιστά̱ς , γραμματιστής clerk masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВОСПИТАНИЕ — • Educatio. I. Греческое. Как во всех отраслях общественной и частной жизни, так и в В. у греков ясно обнаруживается различие отдельных племен. Между тем как в дорическом племени, а особенно в Спарте, где все было направлено к… … Реальный словарь классических древностей
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek