Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βιούς

См. также в других словарях:

  • βιοῦς — βιόω live pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιούς — βιός bow masc acc pl βιόω live aor part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βίους — Βίων masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίους — βίος life masc acc pl βιόω live imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγιολογία — Ο ιστορικός κλάδος της θεολογικής επιστήμης που ασχολείται με τους βίους των αγίων. Πρώτη απόπειρα αγιολογικής συγγραφής αποτελούν οι Πράξεις των Αποστόλων, που τις ακολούθησαν, εξαιτίας των διωγμών, οι συλλογές βίων μαρτύρων, όπως π.χ. οι… …   Dictionary of Greek

  • βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος ο Σκυθοπολίτης — (Σκυθόπολη Γαλιλαίας 514; – Λαύρα, Άγιος Σάββας 557;). Λόγιος, μοναχός και συγγραφέας. Σε πολύ νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του και το 543 εγκαταστάθηκε στη μονή του Καλαμώνα κοντά στον Ιορδάνη ποταμό, όπου όμως… …   Dictionary of Greek

  • ATHENODORUS — I. ATHENODORUS Episcopus Neocaesariensis in Ponto. celebris, frater Gregorii Thaumaturgi. Discipulus Origenis, inrerfuit concilio Antiocheno, contra Paulum Samosatenum, A. C. 266. sub Aureliano Martyriô coronatus. A. C. 275. II. ATHENODORUS… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NICAGORAS — Atheniensis sophista, Mnesaei Rhetoris fil. Minuciani Sophistae pater, floruit saecul. 3. sub Philippo Romano Imperatore eo qui Alexandrum excepit: Scripsit βίους ἐλλογίμων. teste Suidâ. Magnam huic eruditionis laudem tribuit Himerius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PORTITOR Ursae — apud Statium, Thebaid:l. 1. v. 693. Languet hyperboreae glacialis portitor Ursae: Bootes dicitur. Ita enim Glossographus, iam diescit. Deficit Solis adventu Bootes, qui videtur quodammodo portare Ursam. At potius ad Arctophylacis etymon alludit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»