-
1 βλαβείς
βλάπτωdisable: aor part pass masc nom /voc sg -
2 βλάπτω
A , etc.: [tense] aor. ἔβλαψα, [dialect] Ep.βλάψε Il.23.774
: [tense] aor. 2ἔβλᾰβον Q.S.5.509
: [tense] pf.βέβλᾰφα D.19.180
, Plb.12.26.2, ἔβλαφα ([etym.] κατ-) IG7.303.51 ([place name] Oropus):—[voice] Pass., [tense] fut.βλᾰβήσομαι Isoc.1.25
, Pl.Men. 77e, Grg. 475d, Hp.Mi. 373a;βεβλάψομαι Hp.Acut.16
: also [tense] fut. [voice] Med. βλάψομαι (in pass. signf.) Th.1.81, 6.64: [tense] aor. 1ἐβλά-φθην Il.16.331
, etc.: [tense] aor. 2 ἐβλάβην [ᾰ], [ per.] 3pl. ἔβλαβεν, βλάβεν, 23.461, 545, part. (lyr.) ([tense] aor. [voice] Med. βλάψαντο only in Q.S.5.466): [tense] pf.βέβλαμμαι Il.16.660
, etc.:—disable, hinder,μή τιν' ἑταίρων βλάπτοι ἐλαυνόντων Od.13.22
;βλάψας δέ μοι ἵππους Il.23.571
; β. πόδας disable the feet for running, lame them, ib. 782:—[voice] Pass., ζωὸν ἕλε βλαφθέντα κατὰ κλόνον entangled in the mêlée, 16.331; ὄζῳ ἔνι βλαφθέντε μυρικίνῳ [the horses] caught in a branch, 6.39; βλάβεν ἅρματα καὶ ταχε' ἵππω chariots and horses were stopped, 23.545; Διόθεν βλαφθέντα βέλεμνα stopped, baffled by Zeus, 15.489, cf. 484; βεβλαμμένος ἦτορ stopped in his life (s. v.l.), 16.660.2 c. gen., hinder from,τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου Od.1.195
;οὐδέ τις αὐτὸν βλάπτειν οὔτ' αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει Tyrt.12.40
(repeated in Thgn. 938):—[voice] Pass., βλαβέντα λοισθίων δρόμων arrested in its last course, A.Ag. 120 (lyr.).II of the mind, distract, pervert, mislead, of the gods,τὸν δέ τις ἀθανάτων βλάψε φρένας Od.14.178
, cf. Trag.Adesp. 455: c. acc. pers., Il.22.15, Od.23.14; so of Ate, ; also of wine, Od.21.294; βλαφθείς, Lat. mente captus, Il.9.512: so c. gen.,ἥ τε [Περσεφόνη].. βλάπτουσα νόοιο Thgn.705
;νόου βεβλαμμένος ἐσθλοῦ Id.223
.III after Hom., damage, hurt, οἷσι μὴ βλάψῃ θεός (sc. τὰ τέκνα) A.Eu. 661, etc.: with neut. Adj.,πλείω β. τινά Th.6.33
; ;ἄλλο τι X.HG1.1.22
, etc.:—[voice] Pass.,μεγάλα βεβλάφθαι Id.Cyr.5.3.30
;βεβλαμμένος τὸν ὀφθαλμόν PStrassb.52.2
(ii A. D.), etc.: c. acc. cogn., β. τοὺς βίους μείζους βλάβας do greater mischiefs to.., Posidipp.12.4: c. dupl. acc., β. τὴν πόλιν τοὺς ὑπολοίπους rob her of.., App.BC2.131:—[voice] Pass., τοσούσδε βλαβῆναι τὴν πόλιν lose them, Id.Hann.28; τὸ βλαβέν, = βλάβη, Pl.Lg. 933e.
См. также в других словарях:
βλαβείς — βλάπτω disable aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αγαπίων — Άγιος του χριστιανισμού, ρωμαϊκής καταγωγής.Ρίχτηκε στα θηρία, αλλά εκείνα, κατά την παράδοση, δεν τον πείραξαν. «Τούτον ηγάπησε και θηρίων φύσις». Σύμφωνα με τον παρισινό κώδικα αρ. 1758 «θηριομαχήσας και μηδέν βλαβείς, τελειούται διά ξίφους». Η … Dictionary of Greek
АГАПИОН РИМЛЯНИН — [греч. ̓Αγαπίων от ἀγάπη любовь] († 304), мч. (пам. греч. 22 нояб.). Согласно одному из синаксарей (Paris. Gr. 1578), был родом из Рима. Брошенный на растерзание зверям в гонение имп. Диоклетиана, чудесным образом не претерпел от них телесных ран … Православная энциклопедия