Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἔβλαψα

См. также в других словарях:

  • ἔβλαψα — βλάπτω disable aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔβλαψ' — ἔβλαψα , βλάπτω disable aor ind act 1st sg ἔβλαψο , βλάπτω disable plup ind mp 2nd sg ἔβλαψο , βλάπτω disable perf imperat mp 2nd sg ἔβλαψε , βλάπτω disable aor ind act 3rd sg ἔβλαψαι , βλάπτω disable perf ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… …   Dictionary of Greek

  • βλάπτω — βλάπτω, έβλαψα βλ. πίν. 11 (και ως απρόσ. [δε] βλάπτει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βλάφτω — βλάφτω, έβλαψα βλ. πίν. 15 (και ως απρόσ. [δε] βλάφτει) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»