-
1 ταμιείαν
ταμιείᾱν, ταμιείαstewardship: fem acc sg (attic doric aeolic) -
2 διεξάγω
Aδιεξάχθην Milet.3
No.152.25 (ii B. C.):—lead through,δύναμιν διὰ τειχῶν D.S.14.20
.b τροφὴ διεξάγουσα laxative diet, Aret.CA2.5.2 bring to an end, settle,λόγῳ ἀμφισβήτησιν Plb.5.1.5
, etc.; try a cause, GDI5040.69 ([place name] Crete):—[voice] Pass., PTeb.5.219 (ii B. C.), al., PSI2.173.15 (ii B. C.);τὸ δίκαιον διεξάγεται Plb.4.73.8
.3 arrange, manage, Chrysipp.Stoic.3.185; administer, conduct,ἀσφαλῶς τὰ κατὰ τὴν ἀρχήν Plb.1.9.6
, cf. PLond.3.1221.2 (ii A. D.);ταμιείαν IG22.1326.38
:—[voice] Pass.,ὁ τῆς φύσεως νόμος καθ' ὃν διεξάγεται τὰ γιγνόμενα Plu.2.568d
.II δ. τοὺς βίους ἀπό τινος support life, Id.1.71.1: abs., Plu.1090b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διεξάγω
-
3 ταμιεία
τᾰμῐ-εία, ἡ,A stewardship, management, Pl.Lg. 806a, X.Oec.7.41, IPE12.32B64 (Olbia, iii B.C.), IG22.1326.37; ἡ τῆς τροφῆς τ. the storing of food, by ants, Arist.HA 622b26;τ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Hp.Nat.Puer.26
.III ταμιείᾳ (corr. Daremberg for ταμιεῖαν) is dat. of ταμίας, housekeeper, Ath.Med. ap. Orib.inc.5.6; so ταμιείᾳ πολιτικῶν λημμάτων is written (hypercorrectly) for ταμίᾳ π. λ. in BGU 934 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταμιεία
См. также в других словарях:
ταμιείαν — ταμιείᾱν , ταμιεία stewardship fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιεία — και ταμεία, ἡ, Α [ταμιεύω] 1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.) 2. το αξίωμα ή το έργο τού ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.) … Dictionary of Greek