-
1 βιοτή
-
2 βιοτῇ
-
3 βιοτή
βιοτήliving: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 βιοτή
-
5 βιοτήν
βιοτήliving: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 βιοτήι
-
7 βιοτῆι
-
8 βιοτά
βιοτά̱, βιοτήliving: fem nom /voc /acc dualβιοτά̱, βιοτήliving: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 βιοτά
-
10 βιοτᾷ
-
11 βιοτάι
-
12 βιοτᾶι
-
13 βιοτάς
-
14 βιοτᾶς
-
15 βιοτής
-
16 βιοτῆς
-
17 βιοταίς
-
18 βιοταῖς
-
19 βιοτάν
βιοτά̱ν, βιοτήliving: fem acc sg (doric aeolic) -
20 βιοτάς
βιοτά̱ς, βιοτήliving: fem acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
βιοτή — βιοτή, η (AM) η ζωή (ως κατάσταση), τρόπος ζωής αρχ. τα μέσα της ζωής, τα αναγκαία για τη συντήρηση, το εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος] … Dictionary of Greek
βιοτῇ — βιοτή living fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτή — living fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτῆι — βιοτῇ , βιοτή living fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοταῖς — βιοτή living fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτᾶς — βιοτή living fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτᾷ — βιοτή living fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτῆς — βιοτή living fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτήν — βιοτή living fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοτά — βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc/acc dual βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
живот — род. п. ота 1) жизнь (цслав.), 2) часть тела, брюхо , 3) имущество, имение , укр. живiт, ота живот , др. русск. животъ жизнь, имущество, животное , ст. слав. животъ ζωή (Клоц., Супр.), болг. живот жизнь , сербохорв. жѝвот, род. òта жизнь,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера