Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βιοτή

См. также в других словарях:

  • βιοτή — βιοτή, η (AM) η ζωή (ως κατάσταση), τρόπος ζωής αρχ. τα μέσα της ζωής, τα αναγκαία για τη συντήρηση, το εισόδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βίος] …   Dictionary of Greek

  • βιοτῇ — βιοτή living fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτή — living fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτῆι — βιοτῇ , βιοτή living fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοταῖς — βιοτή living fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτᾶς — βιοτή living fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτᾷ — βιοτή living fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτῆς — βιοτή living fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτήν — βιοτή living fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιοτά — βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc/acc dual βιοτά̱ , βιοτή living fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • живот — род. п. ота 1) жизнь (цслав.), 2) часть тела, брюхо , 3) имущество, имение , укр. живiт, ота живот , др. русск. животъ жизнь, имущество, животное , ст. слав. животъ ζωή (Клоц., Супр.), болг. живот жизнь , сербохорв. жѝвот, род. òта жизнь,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»