Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

έομαι

См. также в других словарях:

  • ευωχούμαι — έομαι (Α εὐωχοῡμαι, έομαι και ενεργ. εὐωχῶ, έω) συμποσιάζω, διασκεδάζω, ξεφαντώνω, γλεντοκοπώ, χαροκοπώ αρχ. 1. προσφέρω γεύμα, φιλεύω κάποιον 2. (για ζώα) διατρέφω καλά 3. παρέχω τροφή 4. (για κάθε είδους απόλαυση) παρέχω πλούσια, προσφέρω… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθούμαι — έομαι και παραμυθώ, έω / παραμυθοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ καταπραΰνω τον σωματικό ή ψυχικό πόνο κάποιου με λόγια ή με πράξεις, παρηγορώ μσν. αρχ. ελαττώνω, μειώνω αρχ. 1. προτρέπω, παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι 2. δίνω θάρρος σε κάποιον με τα λόγια μου …   Dictionary of Greek

  • αγγελοφορούμαι — ( έομαι) και ιέμαι βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + αφορούμαι παρά το ὑφορῶμαι] …   Dictionary of Greek

  • αθλούμαι — ( έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, έω) νεοελλ. γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό μσν. αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση τού… …   Dictionary of Greek

  • αλληλενοχοποιούμαι — ( έομαι) και αλληλο ενοχοποιώ κάποιον και ενοχοποιούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ενοχοποιώ (ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλεξυπηρετούμαι — ( έομαι) και αλληλο εξυπηρετώ κάποιον και συγχρόνως εξυπηρετούμαι από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + εξυπηρετώ ( ούμαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπαινούμαι — ( έομαι) και αλληλο [αλληλοέπαινος] επαινούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επαινώ …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπικαλούμαι — ( έομαι) και αλληλο επικαλούμαι κάποιον, ζητώ τη βοήθεια ή τη μαρτυρία του και αντίστοιχα με επικαλείται και αυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επικαλούμαι] …   Dictionary of Greek

  • αλληλεπιτηρούμαι — ( έομαι) και αλληλο επιτηρούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν επιτηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επιτηρούμαι] …   Dictionary of Greek

  • αλληλευεργετούμαι — ( έομαι) και αλληλο ευεργετούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν ευεργετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ευεργετούμαι] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοαναιρούμαι — ( έομαι) αναιρούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν αναιρώ (και για έννοιες: «τα επιχειρήματα σου αλληλοαναιρούνται»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + αναιρώ ( ούμαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»